Powered By Blogger

2013/12/28

ένα βράδυ Χριστουγέννων

Βράδυ Χριστουγέννων.
Μια βόλτα στο κέντρο.

Σε μια χαρούμενα (όσο αυτό είναι δυνατόν) στολισμένη Αθήνα.
Ευκαιρία, λόγος κι αφορμή για απόδραση από τη ρουτίνα των τόσων προβλημάτων.
Των δικών μου, των δικών σου, όλων.
Σαν να νομίζεις πως κάτι θα αλλάξει με τα στολίδια, τις γιρλάντες, τα φωτάκια...
Σαν να πείθεις τον εαυτό σου γι'αυτό.
Σαν...


Κόσμος πάει κι έρχεται. 
Παρέες που γελάνε. 
Ζευγάρια πιασμένα χέρι-χέρι.
Αλλά και άνθρωποι μοναχικοί, σκυθρωποί, μελαγχολικοί. 

Δεν πάει πολύς καιρός.
Που μελαγχολικά κοιτούσα.
Που μοναχικά περπατούσα.
Που σκυθρωπά χωνόμουν ανάμεσα στον κόσμο να κρυφτώ.

Περπατάω σε γεμάτους κόσμο δρόμους.
Φωτισμένους.
Και ταυτόχρονα σκοτεινούς.

Περπατάω δίπλα σας.

Και έτσι απλά, δίχως αιτίες, χωρίς προφανείς εξηγήσεις χαμογελάω.
Σπάει έτσι η μοναξιά σε εκατομμύρια κομματάκια. Σκορπίζονται παντού.
Κι ο αέρας κάνει σωστά την δουλειά του. Τα παίρνει μακριά.

Ξέρω, κάποια στιγμή θα μου τα επιστρέψει και το παζλ θα φτιαχτεί από την αρχή. 
Δεν με νοιάζει.

Τώρα, αυτή την στιγμή νιώθω.
Πιο πλήρης από ποτέ.
Πιο δυνατή από ποτέ.
Πιο ασφαλής από ποτέ.

Πόσο θα ήθελα να μπορούσα να βρω τις λέξεις που αρμόζουν.
για να πω το ευχαριστώ. 
για να περιγράψω όσα αισθάνομαι.
για την αλλαγή που τόσο σαρωτικά χρωμάτισε τα πάντα.
τα ως τώρα ασπρόμαυρα.
μέσα μου
και γύρω μου.

Και ενώ περπατούσαμε, κοιτούσα γύρω μου. 
Την Αθήνα, τους δρόμους. Έψαχνα να βρω γνώριμες γωνιές του χθες. 
Πού είναι όλα; 
Πώς άλλαξαν έτσι;
Πόσο μεγάλωσα;
Πόσα έχασα;

Ξαφνικά όλες οι ερωτήσεις χάνουν την δύναμή τους.
Χάνουν την επιρροή τους μέσα μου.
Χάνουν.

Και μπορώ να κοιτάω την στολισμένη Αθήνα και να χαμογελάω.
Και μπορώ ξανά να νιώθω δυνατή.
Πιο πολύ από πριν.

Αυτό το βράδυ δεν μιλούσα πολύ.
Νομίζω μόνο χαμογελούσα.
Και κοιτούσα.
Πρόσωπα.
Βλέμματα.
Ψυχές.
Κι ήταν σαν να έβλεπα μέσα μου.

Κι αυτό (πάντα θα) είναι αρκετό.

2013/12/08

συναντήσεις

τυχαίες
επιτηδευμένες
καρμικές

μα τυχαίες τελικά δεν είναι

γεμάτες ωστόσο.
πρόσωπα
χαμόγελα
ματιές
εξομολογήσεις
σιωπές

που ξεχύνονται.
στον χώρο, στον χρόνο, στις ψυχές.

χωρίς αμηχανία
δίχως επιφυλάξεις
χωρίς δεύτερες σκέψεις
απλές
όμορφες

από τις πρώτες στιγμές.
από τα πρώτα λεπτά.
ήξερες
και ξέρεις.
ένιωθες.
και νιώθεις.

παρουσίες.
και απουσίες.
για χρόνια χωρίς.
για χρόνια με.

όλος ο κόσμος στις ματιές.
καθαρά βλέμματα.

τίποτα τυχαίο τελικά.

που αφέθηκες.
και αφήνεσαι ακόμη.

και όσο ρίσκο είναι, άλλο τόσο ασφάλεια είναι.
το να αφεθείς.

να πεις αυτά που έχεις μέσα σου.
να μοιραστείς αυτό που σε πόνεσε
να μοιραστείς αυτό που σε εγκλωβίζει ακόμα
δίχως λέξεις. δίχως φράσεις.

μικρές στιγμές.
χαμένες.
που βρίσκονται σιγά-σιγά.
μέρα με τη μέρα.
κι άλλες που δημιουργούνται.
σιγά-σιγά.
μέρα με τη μέρα.

τώρα έπρεπε.
τώρα ήταν η σωστή η ώρα.
να ξυπνήσει μέσα σου αυτό που είχες ξεχάσει.
αυτό που δεν είχες ποτέ. 

πληγές ανοιχτές. μάτια που θολώνουν.
από την ανάμνηση.
από το βάρος που έχουν οι λέξεις σαν ξεστομίζονται.
κι από αυτές που δεν φτάνουν στο στόμα.
που δεν τολμούν να γίνουν λόγια.
τόση ομοιότητα που έχουν τελικά οι ζωές.
με όλες τους τις διαφορές τόσο απίστευτα όμοιες.
και τόσο απίστευτα παράλληλες. 
για χρόνια.

μετάνιωσα. 
για τις αναβολές.

υποψιαζόμουν, φανταζόμουν, ήλπιζα.
μα δεν ήμουν έτοιμη πιο πριν.
και δεν θα ήμουν ποτέ αν δεν την συναντούσα.
την ματιά καινούργιων ανθρώπων στην ζωή.

κι είδα το εγώ μου σε άλλα πρόσωπα.
σε άλλα χέρια.
σε άλλα σώματα.
σε άλλα μάτια.
μικρά, μπερδεμένα κομμάτια του εαυτού μου σε άλλους ανθρώπους.

μα ναι, συμβαίνει.
αναπάντεχα, ανέλπιστα κι αναπόφευκτα. 
και γρήγορα. τόσο γρήγορα.

αλλά τελικά σημασία καμία δεν έχει ο χρόνος. 
σχετική έννοια.
απλά ένα νούμερο.
σημασία καμία δεν έχει τι είχες, τι έζησες. 
ούτε τι ήξερες μέχρι σήμερα.
ανήκει αλλού. 
στο κάποτε. που το άφησες πίσω.
απόλυτα συνειδητά.

σημασία μόνο σε αυτό που συμβαίνει τώρα.
που δεν χρειάζεται λόγια. 
που οι εξηγήσεις περισσεύουν.
και που δεν τις χρωστάς πουθενά.

δεν θέλω να τα πω.
ξέρω να το δείχνω.
αρνούμαι να εξηγώ, να δικαιολογώ.
γιατί απλά αν δεν είσαι μέρος αυτού του συναισθήματος δεν μπορείς να καταλάβεις.
ακόμα και να θέλεις, δεν μπορείς.
απλά δεν μπορείς.
γιατί να σου εξηγώ;

εξηγούνται άλλωστε τα συναισθήματα;
βρίσκονται οι λέξεις που μπορούν να φυλακίσουν την ζεστασιά ενός βλέμματος;
γιατί να σου εξηγώ;

έτσι θα το ονομάσω.
σχέσεις ζωής.
που γεννιούνται μέσα σε λίγες στιγμές.
τόσο γεμάτες.
τόσο ουσιώδεις.
τόσο μόνο χρειάζεται.
λίγες στιγμές.

που δεν χρειάζονται στολίδια.
σημασία λίγη έχουν οι λέξεις.
φτωχές πολύ μοιάζουν.

γιατί όλα τα βλέπεις στα βλέμματα.
σε μάτια μελαγχολικά, σε μάτια φωτεινά, σε μάτια που έχουν πονέσει.
κι αυτό ανάμεσα σε άπειρα άλλα, είναι το αόρατο σχοινί που πάντα θα σε δένει με συγκεκριμένους ανθρώπους.
αυτούς που πια αποκαλείς τους ανθρώπους σου.

συναντήσεις.
τόσο απλές, τόσο όμορφες, τόσο τυχαίες που τυχαίες τελικά δεν είναι.

κι όσο ρίσκο είναι, άλλο τόσο ασφάλεια είναι.

να αγαπάς.
και να αγαπιέσαι.
για αυτό ακριβώς που είναι.
για αυτό ακριβώς που είσαι.

το συνειδητοποιώ όσο περνάει ο καιρός.
το ταξίδι δεν είναι οι διαδρομές.
το ταξίδι είναι οι άνθρωποί σου.
και ναι, αυτό είναι τύχη.

2013/11/17

μεταπτώσεις

Τα δάχτυλα ακουμπούν στο πληκτρολόγιο. 
Χιλιάδες λέξεις , χιλιάδες σκέψεις πλημμυρίζουν το μυαλό που αδυνατεί να τις βάλει σε σειρά. 
Λέξεις, σκέψεις που πάνε μπρος και πίσω, μπερδεύονται μεταξύ τους και δεν βγάζουν νόημα. 
Όχι πια. 

Μουδιάζει το μυαλό. 
Κι έπειτα τα δάχτυλα. 
Κι έτσι ακίνητα μένουν για πολλή ώρα. 

Πολλές ανάσες μεσολαβούν. 
Μέχρι δειλά τα δάχτυλα να κουνηθούν και πάλι. 

Κι όσο παίρνω ανάσες, το βλέμμα κινείται στον χώρο. 
Χαμένο βλέμμα. 
Που ακολουθεί περίεργες διαδρομές παρατηρώντας κάθε γωνιά του δωματίου. Ξαφνικά κλείνω τα μάτια. 
Σαν να φοβάμαι να συνεχίσω να κοιτάζω. 
Δεν θέλω να κοιτάζω.

Μένω ακίνητη. 
Ακόμα μουδιασμένη. 
Με τα μάτια κλειστά και το μυαλό να κάνει περίεργες βουτιές. 
Πάντα στο παρελθόν. 
Και μετά απότομα στο τώρα. 
Όχι για να εντοπίσει τις αλλαγές. 
Με αφήνει παγερά αδιάφορη αν άλλαξα εγώ ή ο κόσμος γύρω μου. 

Έμαθα πια να μη με νοιάζει. 
Έτσι λέω. 
Μα όντως;

Κι οι βουτιές του μυαλού, ένας περίεργος χορός. 
Που τα βήματά του με αναγκάζουν να επιστρέφω εκεί που δεν ήθελα να ξαναπάω. 
Δίχως αυτό το περίεργο μούδιασμα να έχει εγκαταλείψει το σώμα. 
Είναι η στιγμή που θα ακουμπήσω το κεφάλι μου πάνω σου. 
Έτσι απλά, έτσι τρυφερά, έτσι αληθινά. 
Χωρίς δεύτερες σκέψεις ή περίεργα νοήματα. 

Να, δες με. 
Θα αφεθώ πάλι. 
Μα αυτή την φορά δεν φοβάμαι. 
Κάποιοι φρόντισαν γι'αυτό. 
Να μη φοβάμαι.

Μα το μυαλό εξακολουθεί να πασχίζει. 
Να ψάχνει να βρει τα βαθύτερα νοήματα. 
Τα δεύτερα και τα τρίτα επίπεδα.

Που τελικά δεν υπάρχουν. 
Όλα είναι πολύ πιο απλά.
Από όσο τα κάνουμε να είναι.
Από όσο νομίζουμε. 
 
Στην δείχνουν.
Στη φωνάζουν.
Σε κάνουν να την αισθανθείς.
Την απλότητα του πράγματος.
Και των συναισθημάτων.

Κι είναι σαν να σε ξύπνησαν από λήθαργο.
Και ξαφνικά νιώθεις και πάλι.

Κι οι λέξεις μπαίνουν σε σειρά μα δεν φτάνουν για να περιγράψουν τα συναισθήματα.
Δεν αρκούν για να κλείσουν μέσα τους τα χαμόγελα.
Ούτε για να εκφράσουν το πόσο τυχερός άνθρωπος είσαι.

Αφού μπορείς και αισθάνεσαι, ναι, είσαι.



Και το μυαλό δεν είναι μουδιασμένο πια.
Ούτε τα δάχτυλα.
Ούτε το σώμα.

Όχι, δεν είναι το τέλος της διαδρομής.
Είναι η αρχή μιας νέας.
Με στιγμές απλές.
Αληθινές.
Γεμάτες.

Ναι, είναι τόσο απλό το αίσθημα της ευτυχίας.

Τόσο απλό. Και τόσο όμορφο ταυτόχρονα.
Σαν το φεγγάρι που κοιτάς από μακριά.







2013/11/03

τα γιατί...

Οι χειρότερες σκέψεις. 
Οι πιο σκοτεινές, οι πιο απαισιόδοξες, οι πιο αρνητικές. 
Αυτές θα σε βρουν. Αργά ή γρήγορα. 

Και πιάνεις τον εαυτό σου να αναρωτιέται γιατί. 
Αμέτρητα, αναπάντητα, αναθεματισμένα γιατί. 
Δεν θα βρεις εξήγηση να τους δώσεις. Όχι μια λογική τουλάχιστον. 
Θα βασανίζεις το μυαλό σου, θα σκοτεινιάζεις την ψυχή σου, μα απάντηση δεν θα βρεις. 
Επειδή στην πραγματικότητα δεν θέλεις, επειδή δεν θα βγάζεις νόημα, επειδή θα σε φοβίζει. Ένα από όλα και όλα μαζί. 
Ποιος ξέρει; Ποιος να απαντήσει σ'αυτό;

Τον μεγαλύτερο τρόμο άλλωστε τον γεννάει το μυαλό. 
Και αναπόφευκτα η πραγματικότητα θα έρθει να δώσει υπόσταση στο χειρότερο σενάριο που έφτιαξες μέσα στο κεφάλι σου. 
Ενστικτώδης διαδικασία. 
Ακόμη κι όταν δεν αντέχεις.
Ιδίως τότε.

Ό,τι φοβάσαι, εσύ το γέννησες. 

Κι ας σου τρώει τα καλύτερα κομμάτια της ψυχής σου. Το αφήνεις. Έτσι έμαθες. Να τεστάρεις τα όρια και τις αντοχές σου. Κουράστηκες να παλεύεις πια. Αφήνεις τον φόβο να σε κυριεύει. 

Τόσο μπερδεμένα όλα. Σαν ένα κουβάρι που τρέμεις να ξετυλίξεις γιατί απλά δεν ξέρεις τι θα σου αποκαλύψει. Ή αντίθετα ξέρεις πολύ καλά.

Πείθεις τον εαυτό σου ότι όλα είναι εντάξει. Ή ότι έστω θα γίνουν. Έτσι νομίζεις. Αρκεί να βγάλεις την μέρα. 

Και την επόμενη.
Και την επόμενη.
Και την επόμενη μετά από αυτή. 

Ώσπου το βλέμμα σταματάει στο κενό. Κι είναι σαν να παγώνουν όλα. Σαν ένα αόρατο χέρι να πάτησε το pause και να σου απαγορεύει τα πάντα. 
Να χαμογελάσεις. 
Να ζήσεις. 
Να γεμίσεις τις στιγμές σου. 
Να πας παρακάτω.

Μα ποιος κρίνει τι μπορείς και τι όχι; 
Ποιος αποφασίζει για το τι σου επιτρέπεται; 
Ποιος βάζει τα όρια τελικά;

Ακόμη αναρωτιέμαι. 
Πώς γίνεται να συνηθίζεις την απώλεια; 
Πώς νοσταλγείς όλα τα χαμένα κομμάτια ζωής; 
Πώς λαχταράς αυτό που δεν έζησες; 
Που δεν ένιωσες; 
Που δεν γεύτηκες ούτε για μια στιγμή; 
Πώς;

Η προσδοκία δεν είναι οι απαντήσεις. Δεν θα βρεθούν. Δεν θα στις δώσουν. Δεν είναι άλλωστε αυτός ο σκοπός.

Η προσδοκία είναι να σηκώσεις το βλέμμα, να καθαρίσεις τα μάτια από τα δάκρυα και να αποφασίσεις να ζήσεις. Με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Όλα στο παιχνίδι είναι.
Να φύγεις.
Να πας.
Κοντά ή μακριά, δεν έχει σημασία.

Εγώ σήμερα ξέρω πού θα είμαι.

Φεύγω.

Πάω να βρω μια λιακάδα. 

2013/09/20

...καλοκαίρι

Εποχή αλλαγών. 
Στον καιρό, στη διάθεση, στις σκέψεις. 
Συγκέντρωση, ανασυγκρότηση και επανασχεδιασμός. 

Μα το μυαλό ακόμα ταξιδεύει στη λιακάδα, στη μυρωδιά της θάλασσας, στην αίσθηση του κύματος όταν σκάει στα πόδια σου.. 
Και σε μερικά χαμόγελα.

Από εκείνα που αυθόρμητα σχηματίζονται στο πρόσωπό μου σε μια προσπάθεια ανασκόπησης του καλοκαιριού που πέρασε/περνάει/θα περάσει. 

Επιλέγω ανασκόπηση, όχι απολογισμό. 
Ποτέ δεν τους συμπάθησα τους απολογισμούς. 
Ίσως γιατί είχα την αίσθηση πως πρέπει να τους κάνω όταν κάτι τελειώνει. 

Και τίποτα δεν έχει τελειώσει. 

Και κάπου εκεί, με τα πόδια χωμένα στην άμμο, με το κύμα να περνάει δίπλα μου (ξανα)βρίσκω τον εαυτό μου. 
Αυτόν που ξέχασα, που είχα πειστεί ότι δεν θα ξανάβρισκα ή και που δεν είχα ποτέ. 
Γυρνούσα το βλέμμα κι αντίκριζα χαμόγελα. 
Κι αυτό από μόνο του ήταν και είναι αρκετό. 
Για να ξανανιώσω ασφαλής. 

Πολύς καιρός πέρασε απ'την τελευταία φορά.

Και ξαφνικά ανάσες. 

Όχι αναπνοές. 
Ανάσες. 

Γιατί δεν είχε σημασία το πού, το πώς, το πότε, το πόσο μακριά ή πόσο κοντά, το γιατί. 
Ανάσες σε ώρες γεμάτες, σε ώρες σιωπηλές, σε ώρες χαμογελαστές. 
Δίχως να χρειάζεται να βρεις οπωσδήποτε κάτι να πεις. 
Ακόμα δεν έχει σημασία. 
Κι ακόμα δεν χρειάζεται.

Χιλιόμετρα. 
Διαδρομές. 
Αναχώρησης ή επιστροφής, έχει σημασία; 

Άμμος, άσφαλτος, θάλασσα, τσιμεντένια κουτιά, εικόνες, μουσικές, γέλιο, συγκίνηση, μελαγχολία. 
Όλα υπήρχαν, όλα ήταν εκεί. 
Κλεισμένα σε μια στιγμή. 
Ήταν παντού και πουθενά. 

Και ενίοτε σιωπές. 
Που όλη μου την ζωή τόσο τις φοβόμουν, μα όχι πια. 

Γιατί μοιράστηκαν σε ίσα κομμάτια. 
Γιατί ήταν επιβλητικές αλλά όχι αμήχανες. 
Γιατί αισθανόμουν ένα χέρι να πιάνει το δικό μου, χωρίς καν να με αγγίζει. 
Γιατί είδα πίσω από το βλέμμα, πίσω από το χαμόγελο, πίσω από την εικόνα. 
Και το αγάπησα αυτό που είδα. 
Και γιατί ναι, γίνεται να δίνεις μια αγκαλιά δίχως καν να ανοίγεις τα χέρια σου. 

Καινούργιοι άνθρωποι, καινούργιες αναμνήσεις, καινούργια τοπία, καινούργια συναισθήματα, καινούργιες διαδρομές.
 Για το χθες, για το σήμερα, για το αύριο. 
Τα κουβαλάς μέσα σου, ταξιδεύουν μαζί σου. 
Έτσι πρέπει.
Έτσι θέλεις. 
Κι έτσι θα κάνω. 
Για όσο.

Συνεχίζω το ταξίδι μου. 
Χαμογελώντας. 
Δίχως να χρειαστεί να σκεφτώ ποιους θα πάρω μαζί μου. 
Είναι αυτονόητο πια.






Έλα να ξαναζήσουμε το καλοκαίρι μας...





2013/09/12

απορίες

ανέχομαι
πληγώνομαι
πονάω
θυμώνω
φωνάζω
κλαίω
πνίγομαι
φοβάμαι

και κάποιες φορές

σηκώνω το βλέμμα
αισιοδοξώ
ονειρεύομαι
σχεδιάζω το αύριο
χαμογελώ
αγαπάω

και πάλι από την αρχή.

Ίδια η διαδρομή σε επανάληψη.
Κι εγώ κουράστηκα να την ακολουθώ. 
Γιατί καταλήγει πάντα στην ίδια ερώτηση.
Στην ίδια απορία.

επιλέγω να υπάρχω.
αντέχω να ζω;

2013/09/06

άνθρωποι δικοί μου

Πόσο παράξενη διαδικασία. Το πώς αξιολογείς τους ανθρώπους της ζωής σου. Και πόση σημασία έχουν για σένα.

Το έζησα πρόσφατα. Και το ζω ακόμα νομίζω. 
Μέτραγα στιγμές, μέτραγα χρόνια, μέτραγα αναμνήσεις με (λίγους) ανθρώπους που τα μοιράστηκα. 
Που τους έκανα κομμάτι της ζωής μου, του εαυτού μου.. 
Και που τους εξίσωσα με μένα. 
Δεν είχε σημασία ποιος έδινε τα περισσότερα. Στις σχέσεις ζωής ποτέ δεν έχει. Έχω μάθει να δίνω. 
Ψυχή. 
Μόνο. 
Κι ας μου επιστρέφεται φορές τσαλαπατημένη. 
Δεν πειράζει. 
Την φτιάχνω από την αρχή. 
Έτσι πάει πια. 

Κοιτούσα γύρω μου. 
Δεν υπήρχε κανείς. Ούτε στα ζόρια, ούτε στα εύκολα πλέον. 
Και το είχα συνηθίσει. Να είμαι εγώ για μένα με μικρά διαλείμματα επαφής. 
Από εκείνα τα απλά. 
Μια επίσκεψη, ένας καφές. 
Για να πεις τα τυπικά. 
Μα όχι τα αυτονόητα. 
Ούτε αυτά που έχεις μέσα στο κεφάλι σου. 

Ίσως να φταίει που κάποιες ζωές φτιάχτηκαν, πήγαν παρακάτω. 
Ίσως να φταίει που εγώ δεν κάνω (ένα) βήμα. 

Παρατηρώ τις εξελίξεις στις ζωές των ανθρώπων που αγάπησα και παίρνω χαρά σαν να επρόκειτο για τη δική μου.
Έτσι έμαθα να κάνω. 
Να χαμογελώ στις χαρές των άλλων.

Έχω φτάσει στην ηλικία που δεν ρίχνω άμυνες εύκολα. Ούτε και βάζω ανθρώπους στη ζωή και στην καθημερινότητά μου όπως παλιά. 

Με πόνεσαν πολλοί και πολύ. 
Βολεύτηκα (ερώτηση ή κατάφαση;)
Δειλιάζω (ερώτηση ή κατάφαση;)
Φοβάμαι (ερώτηση ή κατάφαση;)
Μπορεί. 
Δεν ξέρω. 
Όχι, δεν ξέρω πια.

Μα πάντα ονειρευόμουν την ανατροπή. Μια ευχάριστη έκπληξη που θα τα άλλαζε όλα. Δίχως να έχει τόση σημασία το πού, το ποιος, το πώς. 

Η αλλαγή δεν μεταφράζεται στο τι αποκτάς. 
Συμπυκνώνεται σε μια αίσθηση.
Σε ένα συναίσθημα. 

Είχα φτιάξει το πλάνο μου. Ήξερα τι έχω (ή δεν έχω) να περιμένω. 
Ήξερα τα δεδομένα μου και συμβιβάστηκα με αυτά. 
Λάθος; Σωστό; Δεν ξέρω. 
Δεν έπρεπε να τον δεχτώ τον συμβιβασμό. 
Κι όμως τον έκανα. 
Και με πονούσε. 
Όπως ακριβώς και οι άνθρωποι που κάποτε αγάπησα.

Και κάποια στιγμή, κάπως έτσι ξαφνικά, κάπως έτσι μαγικά σου ανοίγουν το παράθυρο και η ζωή πλημμυρίζει με φως. 
Με γέλια. 
Με ματιές. 
Με χαμόγελα. 
Με μικρές στιγμές που ωστόσο φαντάζουν τόσο μεγάλες. 
Δίχως να έχει σημασία ο τόπος και ο χρόνος. 

Ξαφνιάζεσαι. 
Κοντοστέκεσαι. 
Αλλάζεις σκέψεις, συναισθήματα. 
Κι έχεις πια άλλη ματιά σ'αυτό που λέγεται ζωή. 

Και το χρωστάς αυτό. 
Στο παράθυρο που άνοιξε και στο χέρι που άπλωσε για να το ανοίξει. 
Πάντα θα το χρωστάς. 

Κι έτσι, εξίσου απλά, εξίσου ξαφνικά και εξίσου αληθινά...αναμνήσεις. 
Όμορφες, δύσκολες, γλυκές, πικρές μα πάντα εκεί. 
Να θυμίζουν ότι έτσι απλά, έτσι ξαφνικά κι έτσι αληθινά αγαπιούνται οι άνθρωποι. 

Καρδιές που συναντήθηκαν την κατάλληλη στιγμή. Γιατί απλά είχαν την ψυχή να το κάνουν. 

Γιατί σου χαρίζουν το πιο γλυκό τους χαμόγελο. 

Γιατί σε κοιτάνε στα μάτια και νιώθεις την αγάπη. 

Γιατί άνοιξαν μια τεράστια αγκαλιά να σε κλείσουν μέσα της. 

Αυτοί είναι οι δικοί μου άνθρωποι..

2013/09/04

η φθορά


Ανεκπλήρωτα όνειρα, ξεχασμένες επιθυμίες, μισά συναισθήματα. 

Μισή ζωή τελικά.... 

Και ακροβατείς. 
Μεταξύ λογικού και παραλόγου, μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, μεταξύ ζωής και παραίσθησης. 
Με το μυαλό να τρέχει πάντα πιο γρήγορα από το σώμα.

Μια πεθαμένη αισιοδοξία καθορίζει τα θέλω σου, τα μπορώ σου, το "σκέφτομαι", το "ονειρεύομαι", το "αγαπάω". 
Βέβαια.... Κάποτε αφέθηκες. Έστω και για λίγο. Ακόμη κι αν το φοβήθηκες. Ήταν εκεί όμως.

Δημιούργησες μια ανάμνηση ευτυχίας και την έκανες το καταφύγιό σου, τον λόγο για να συνεχίσεις να ονειρεύεσαι, να ελπίζεις, να προσδοκάς και να ζεις. 
Εκεί που σέρνεσαι, που κουρνιάζεις, που κλειδώνεις τις σκέψεις και τα όνειρά σου για να τα προστατέψεις από τη σκληρότητα και τον φθόνο του κόσμου. 

Και επιβίωσες. 
Και επιβιώνεις. 

Έστω και αν σκοτώνεις τον εαυτό σου κάθε φορά.
Ό,τι και να πεις, ό,τι και να κάνεις, μέσα σου το ξέρεις.... 

Η φθορά φαίνεται. Και δεν την αντέχεις.

2013/09/03

σκοτάδι...

Κι είναι οι στιγμές που χάνεσαι. Που συνθήκες, συγκυρίες και καταστάσεις καταπίνουν λαίμαργα τα καλύτερα κομμάτια του εαυτού σου. 
Αυτά που έλεγες πως δεν θα χάσεις ποτέ. Μα τα έχασες. 
Ή έστω τα ξέχασες.
Ή τα καταχώνιασες σ’ ένα σκοτεινό συρτάρι για να μη τα θυμάσαι πια. 
Για να μη τα βρίσκεις πια.

Είναι αναπόφευκτη η σύγκριση. Του πριν με το μετά. Του ποιος ήσουν με αυτόν που είσαι τώρα. Γιατί μεσολάβησαν πολλά. 
Σκέψεις, συναισθήματα, εμπειρίες, εύκολα, ζόρια, όνειρα, προσδοκίες, απογοητεύσεις… 
Και άνθρωποι. 
Κυρίως άνθρωποι. 
Άλλους τους συμπάθησες, τους εμπιστεύθηκες, τους αγάπησες. Άλλους όχι. 
Κι άλλοι σε ένιωσαν, σε αγάπησαν, σε πρόδωσαν. Ή και όχι. Δεν έχει σημασία.

Ό,τι κράτησες κι ό,τι πέταξες είναι εσύ. 

Κι ας χάνεις τον δρόμο πολλές φορές. Κάποιος θα σου θυμίσει την διαδρομή της επιστροφής. 
Στο χαμογελαστό κορίτσι που έκανε όνειρα. Για τη ζωή, για το μέλλον, για το αύριο.

Μα είναι μοιραίο. Τα φωτεινά μυαλά να σκοτεινιάζουν γρήγορα. Και να χάνονται σ’ έναν λαβύρινθο όπου η έξοδος είναι καλά κρυμμένη. Κι εκεί στο σκοτάδι που σε φοβίζει, παραδόξως να βρίσκεις την ασφάλεια που έψαχνες καιρό. Που κανένας δεν μπόρεσε να σου προσφέρει. Ακούγεται σαν παράπονο μα δεν είναι.

Το συνήθισες το σκοτάδι. 
Έμαθες να ζεις, να αναπνέεις μέσα σ’ αυτό… 
Να το νιώθεις, να το ψηλαφίζεις, να το αγαπάς. 
Και φορές να το μισείς. Έτσι έμαθες πια. 
Κι όταν κάποιος σου ανοίγει το παράθυρο να σου δείξει το φως, εσύ να φοβάσαι. 

Δεν ξέρεις τι να περιμένεις πια. Ή αν έχεις κάτι να περιμένεις. 

Κι όμως, το ξέρεις κατά βάθος. 
Όσο και να κρύβεσαι, δεν έχεις άλλη επιλογή. 
Πάντα θα κοιτάς τον κόσμο (σου) στα μάτια.