είναι κάτι έρωτες....
που δεν χωρούν σε σχήματα κι ας αλλάζουν για λίγο το δικό σου
που περπατούν διαδρομές άγνωστες μα δεν φοβούνται
που δεν χρειάζονται λόγια για να γίνουν κατανοητοί
που τους αναγνωρίζεις δίχως αμφιβολία
είναι αυτοί που δεν γνωρίζουν πρέπει, μήπως, αν, ίσως
είναι εκείνοι που δεν σε συνάντησαν όταν φορούσες το καλό σου φόρεμα
είναι εκείνοι που σου είπαν καλημέρα πριν καν ανοίξεις τα μάτια σου
που ανέπνευσαν την κάθε σου ανάσα γιατί απλά δεν γινόταν αλλιώς
είναι εκείνοι που δεν τόλμησαν να σε αγγίξουν
που φοβήθηκαν την φωτιά και έφυγαν μακριά
που στάθηκαν δειλοί κι ας περπάταγες εσύ πάνω σε σχοινί τεντωμένο
κι από κάτω ο γκρεμός
είναι εκείνοι που συνήθισαν να αναπνέεις δίπλα τους
μα να αναγνωρίσουν την ανάσα σου δεν μπορούν
είναι όσοι σε έσπρωξαν σε μια τρελή διαδρομή στην κατηφόρα
που σε έλιωσαν μα δεν σε έκαψαν
που σε είδαν να ψηλώνεις και σου άνοιξαν χώρο να περάσεις
που κρατούσαν μαχαίρια μα διάλεξαν να μη τα χρησιμοποιήσουν
είναι εκείνοι που δίνουν υπόσταση πραγματική στο σώμα σου
που αφήνουν λέξεις και πράξεις να κυλάνε προς το μέρος σου δίχως να τις μετράνε
που σε κάνουν να αναρωτιέσαι πώς ήσουν πριν
είναι εκείνοι που δεν κουράζονται, δεν κοιμούνται, δεν σταματούν
είναι όσοι θα σου χαμογελάσουν φεύγοντας για να έχεις μια ωραία εικόνα να θυμάσαι
είναι κάτι έρωτες....
που σαν ξαπλωτό οχτάρι δεν ορίζονται από διάρκεια
είναι οι ίδιοι που έγιναν εσύ
και που σε πήραν από το χέρι να σε πάνε βόλτα σε καινούργια μονοπάτια
που σου είπαν συγνώμη για όσα δεν πρόλαβαν κι ας μη τη χρειαζόσουν
που σου είπαν ευχαριστώ για ό,τι μοιράστηκε στα δύο
περίμενέ με εκεί, στο γνωστό σημείο
περίμενε, ώσπου να σου χαμογελάσω και να τα ζήσω όλα από την αρχή
με πόνους στο κορμί, με χαμόγελο στο πρόσωπο
με λίγα, με πολλά, με όσα
σχεδόν άθικτη, σχεδόν γεμάτη, σχεδόν άδεια
είναι κάτι έρωτες....
που γεννήθηκαν
που έζησαν
που έφυγαν
που....
ήταν κάτι έρωτες....