Powered By Blogger

2013/09/20

...καλοκαίρι

Εποχή αλλαγών. 
Στον καιρό, στη διάθεση, στις σκέψεις. 
Συγκέντρωση, ανασυγκρότηση και επανασχεδιασμός. 

Μα το μυαλό ακόμα ταξιδεύει στη λιακάδα, στη μυρωδιά της θάλασσας, στην αίσθηση του κύματος όταν σκάει στα πόδια σου.. 
Και σε μερικά χαμόγελα.

Από εκείνα που αυθόρμητα σχηματίζονται στο πρόσωπό μου σε μια προσπάθεια ανασκόπησης του καλοκαιριού που πέρασε/περνάει/θα περάσει. 

Επιλέγω ανασκόπηση, όχι απολογισμό. 
Ποτέ δεν τους συμπάθησα τους απολογισμούς. 
Ίσως γιατί είχα την αίσθηση πως πρέπει να τους κάνω όταν κάτι τελειώνει. 

Και τίποτα δεν έχει τελειώσει. 

Και κάπου εκεί, με τα πόδια χωμένα στην άμμο, με το κύμα να περνάει δίπλα μου (ξανα)βρίσκω τον εαυτό μου. 
Αυτόν που ξέχασα, που είχα πειστεί ότι δεν θα ξανάβρισκα ή και που δεν είχα ποτέ. 
Γυρνούσα το βλέμμα κι αντίκριζα χαμόγελα. 
Κι αυτό από μόνο του ήταν και είναι αρκετό. 
Για να ξανανιώσω ασφαλής. 

Πολύς καιρός πέρασε απ'την τελευταία φορά.

Και ξαφνικά ανάσες. 

Όχι αναπνοές. 
Ανάσες. 

Γιατί δεν είχε σημασία το πού, το πώς, το πότε, το πόσο μακριά ή πόσο κοντά, το γιατί. 
Ανάσες σε ώρες γεμάτες, σε ώρες σιωπηλές, σε ώρες χαμογελαστές. 
Δίχως να χρειάζεται να βρεις οπωσδήποτε κάτι να πεις. 
Ακόμα δεν έχει σημασία. 
Κι ακόμα δεν χρειάζεται.

Χιλιόμετρα. 
Διαδρομές. 
Αναχώρησης ή επιστροφής, έχει σημασία; 

Άμμος, άσφαλτος, θάλασσα, τσιμεντένια κουτιά, εικόνες, μουσικές, γέλιο, συγκίνηση, μελαγχολία. 
Όλα υπήρχαν, όλα ήταν εκεί. 
Κλεισμένα σε μια στιγμή. 
Ήταν παντού και πουθενά. 

Και ενίοτε σιωπές. 
Που όλη μου την ζωή τόσο τις φοβόμουν, μα όχι πια. 

Γιατί μοιράστηκαν σε ίσα κομμάτια. 
Γιατί ήταν επιβλητικές αλλά όχι αμήχανες. 
Γιατί αισθανόμουν ένα χέρι να πιάνει το δικό μου, χωρίς καν να με αγγίζει. 
Γιατί είδα πίσω από το βλέμμα, πίσω από το χαμόγελο, πίσω από την εικόνα. 
Και το αγάπησα αυτό που είδα. 
Και γιατί ναι, γίνεται να δίνεις μια αγκαλιά δίχως καν να ανοίγεις τα χέρια σου. 

Καινούργιοι άνθρωποι, καινούργιες αναμνήσεις, καινούργια τοπία, καινούργια συναισθήματα, καινούργιες διαδρομές.
 Για το χθες, για το σήμερα, για το αύριο. 
Τα κουβαλάς μέσα σου, ταξιδεύουν μαζί σου. 
Έτσι πρέπει.
Έτσι θέλεις. 
Κι έτσι θα κάνω. 
Για όσο.

Συνεχίζω το ταξίδι μου. 
Χαμογελώντας. 
Δίχως να χρειαστεί να σκεφτώ ποιους θα πάρω μαζί μου. 
Είναι αυτονόητο πια.






Έλα να ξαναζήσουμε το καλοκαίρι μας...





2013/09/12

απορίες

ανέχομαι
πληγώνομαι
πονάω
θυμώνω
φωνάζω
κλαίω
πνίγομαι
φοβάμαι

και κάποιες φορές

σηκώνω το βλέμμα
αισιοδοξώ
ονειρεύομαι
σχεδιάζω το αύριο
χαμογελώ
αγαπάω

και πάλι από την αρχή.

Ίδια η διαδρομή σε επανάληψη.
Κι εγώ κουράστηκα να την ακολουθώ. 
Γιατί καταλήγει πάντα στην ίδια ερώτηση.
Στην ίδια απορία.

επιλέγω να υπάρχω.
αντέχω να ζω;

2013/09/06

άνθρωποι δικοί μου

Πόσο παράξενη διαδικασία. Το πώς αξιολογείς τους ανθρώπους της ζωής σου. Και πόση σημασία έχουν για σένα.

Το έζησα πρόσφατα. Και το ζω ακόμα νομίζω. 
Μέτραγα στιγμές, μέτραγα χρόνια, μέτραγα αναμνήσεις με (λίγους) ανθρώπους που τα μοιράστηκα. 
Που τους έκανα κομμάτι της ζωής μου, του εαυτού μου.. 
Και που τους εξίσωσα με μένα. 
Δεν είχε σημασία ποιος έδινε τα περισσότερα. Στις σχέσεις ζωής ποτέ δεν έχει. Έχω μάθει να δίνω. 
Ψυχή. 
Μόνο. 
Κι ας μου επιστρέφεται φορές τσαλαπατημένη. 
Δεν πειράζει. 
Την φτιάχνω από την αρχή. 
Έτσι πάει πια. 

Κοιτούσα γύρω μου. 
Δεν υπήρχε κανείς. Ούτε στα ζόρια, ούτε στα εύκολα πλέον. 
Και το είχα συνηθίσει. Να είμαι εγώ για μένα με μικρά διαλείμματα επαφής. 
Από εκείνα τα απλά. 
Μια επίσκεψη, ένας καφές. 
Για να πεις τα τυπικά. 
Μα όχι τα αυτονόητα. 
Ούτε αυτά που έχεις μέσα στο κεφάλι σου. 

Ίσως να φταίει που κάποιες ζωές φτιάχτηκαν, πήγαν παρακάτω. 
Ίσως να φταίει που εγώ δεν κάνω (ένα) βήμα. 

Παρατηρώ τις εξελίξεις στις ζωές των ανθρώπων που αγάπησα και παίρνω χαρά σαν να επρόκειτο για τη δική μου.
Έτσι έμαθα να κάνω. 
Να χαμογελώ στις χαρές των άλλων.

Έχω φτάσει στην ηλικία που δεν ρίχνω άμυνες εύκολα. Ούτε και βάζω ανθρώπους στη ζωή και στην καθημερινότητά μου όπως παλιά. 

Με πόνεσαν πολλοί και πολύ. 
Βολεύτηκα (ερώτηση ή κατάφαση;)
Δειλιάζω (ερώτηση ή κατάφαση;)
Φοβάμαι (ερώτηση ή κατάφαση;)
Μπορεί. 
Δεν ξέρω. 
Όχι, δεν ξέρω πια.

Μα πάντα ονειρευόμουν την ανατροπή. Μια ευχάριστη έκπληξη που θα τα άλλαζε όλα. Δίχως να έχει τόση σημασία το πού, το ποιος, το πώς. 

Η αλλαγή δεν μεταφράζεται στο τι αποκτάς. 
Συμπυκνώνεται σε μια αίσθηση.
Σε ένα συναίσθημα. 

Είχα φτιάξει το πλάνο μου. Ήξερα τι έχω (ή δεν έχω) να περιμένω. 
Ήξερα τα δεδομένα μου και συμβιβάστηκα με αυτά. 
Λάθος; Σωστό; Δεν ξέρω. 
Δεν έπρεπε να τον δεχτώ τον συμβιβασμό. 
Κι όμως τον έκανα. 
Και με πονούσε. 
Όπως ακριβώς και οι άνθρωποι που κάποτε αγάπησα.

Και κάποια στιγμή, κάπως έτσι ξαφνικά, κάπως έτσι μαγικά σου ανοίγουν το παράθυρο και η ζωή πλημμυρίζει με φως. 
Με γέλια. 
Με ματιές. 
Με χαμόγελα. 
Με μικρές στιγμές που ωστόσο φαντάζουν τόσο μεγάλες. 
Δίχως να έχει σημασία ο τόπος και ο χρόνος. 

Ξαφνιάζεσαι. 
Κοντοστέκεσαι. 
Αλλάζεις σκέψεις, συναισθήματα. 
Κι έχεις πια άλλη ματιά σ'αυτό που λέγεται ζωή. 

Και το χρωστάς αυτό. 
Στο παράθυρο που άνοιξε και στο χέρι που άπλωσε για να το ανοίξει. 
Πάντα θα το χρωστάς. 

Κι έτσι, εξίσου απλά, εξίσου ξαφνικά και εξίσου αληθινά...αναμνήσεις. 
Όμορφες, δύσκολες, γλυκές, πικρές μα πάντα εκεί. 
Να θυμίζουν ότι έτσι απλά, έτσι ξαφνικά κι έτσι αληθινά αγαπιούνται οι άνθρωποι. 

Καρδιές που συναντήθηκαν την κατάλληλη στιγμή. Γιατί απλά είχαν την ψυχή να το κάνουν. 

Γιατί σου χαρίζουν το πιο γλυκό τους χαμόγελο. 

Γιατί σε κοιτάνε στα μάτια και νιώθεις την αγάπη. 

Γιατί άνοιξαν μια τεράστια αγκαλιά να σε κλείσουν μέσα της. 

Αυτοί είναι οι δικοί μου άνθρωποι..

2013/09/04

η φθορά


Ανεκπλήρωτα όνειρα, ξεχασμένες επιθυμίες, μισά συναισθήματα. 

Μισή ζωή τελικά.... 

Και ακροβατείς. 
Μεταξύ λογικού και παραλόγου, μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, μεταξύ ζωής και παραίσθησης. 
Με το μυαλό να τρέχει πάντα πιο γρήγορα από το σώμα.

Μια πεθαμένη αισιοδοξία καθορίζει τα θέλω σου, τα μπορώ σου, το "σκέφτομαι", το "ονειρεύομαι", το "αγαπάω". 
Βέβαια.... Κάποτε αφέθηκες. Έστω και για λίγο. Ακόμη κι αν το φοβήθηκες. Ήταν εκεί όμως.

Δημιούργησες μια ανάμνηση ευτυχίας και την έκανες το καταφύγιό σου, τον λόγο για να συνεχίσεις να ονειρεύεσαι, να ελπίζεις, να προσδοκάς και να ζεις. 
Εκεί που σέρνεσαι, που κουρνιάζεις, που κλειδώνεις τις σκέψεις και τα όνειρά σου για να τα προστατέψεις από τη σκληρότητα και τον φθόνο του κόσμου. 

Και επιβίωσες. 
Και επιβιώνεις. 

Έστω και αν σκοτώνεις τον εαυτό σου κάθε φορά.
Ό,τι και να πεις, ό,τι και να κάνεις, μέσα σου το ξέρεις.... 

Η φθορά φαίνεται. Και δεν την αντέχεις.

2013/09/03

σκοτάδι...

Κι είναι οι στιγμές που χάνεσαι. Που συνθήκες, συγκυρίες και καταστάσεις καταπίνουν λαίμαργα τα καλύτερα κομμάτια του εαυτού σου. 
Αυτά που έλεγες πως δεν θα χάσεις ποτέ. Μα τα έχασες. 
Ή έστω τα ξέχασες.
Ή τα καταχώνιασες σ’ ένα σκοτεινό συρτάρι για να μη τα θυμάσαι πια. 
Για να μη τα βρίσκεις πια.

Είναι αναπόφευκτη η σύγκριση. Του πριν με το μετά. Του ποιος ήσουν με αυτόν που είσαι τώρα. Γιατί μεσολάβησαν πολλά. 
Σκέψεις, συναισθήματα, εμπειρίες, εύκολα, ζόρια, όνειρα, προσδοκίες, απογοητεύσεις… 
Και άνθρωποι. 
Κυρίως άνθρωποι. 
Άλλους τους συμπάθησες, τους εμπιστεύθηκες, τους αγάπησες. Άλλους όχι. 
Κι άλλοι σε ένιωσαν, σε αγάπησαν, σε πρόδωσαν. Ή και όχι. Δεν έχει σημασία.

Ό,τι κράτησες κι ό,τι πέταξες είναι εσύ. 

Κι ας χάνεις τον δρόμο πολλές φορές. Κάποιος θα σου θυμίσει την διαδρομή της επιστροφής. 
Στο χαμογελαστό κορίτσι που έκανε όνειρα. Για τη ζωή, για το μέλλον, για το αύριο.

Μα είναι μοιραίο. Τα φωτεινά μυαλά να σκοτεινιάζουν γρήγορα. Και να χάνονται σ’ έναν λαβύρινθο όπου η έξοδος είναι καλά κρυμμένη. Κι εκεί στο σκοτάδι που σε φοβίζει, παραδόξως να βρίσκεις την ασφάλεια που έψαχνες καιρό. Που κανένας δεν μπόρεσε να σου προσφέρει. Ακούγεται σαν παράπονο μα δεν είναι.

Το συνήθισες το σκοτάδι. 
Έμαθες να ζεις, να αναπνέεις μέσα σ’ αυτό… 
Να το νιώθεις, να το ψηλαφίζεις, να το αγαπάς. 
Και φορές να το μισείς. Έτσι έμαθες πια. 
Κι όταν κάποιος σου ανοίγει το παράθυρο να σου δείξει το φως, εσύ να φοβάσαι. 

Δεν ξέρεις τι να περιμένεις πια. Ή αν έχεις κάτι να περιμένεις. 

Κι όμως, το ξέρεις κατά βάθος. 
Όσο και να κρύβεσαι, δεν έχεις άλλη επιλογή. 
Πάντα θα κοιτάς τον κόσμο (σου) στα μάτια.