Powered By Blogger

2014/04/27

σαν



Σαν κάθε βράδυ. Σαν τόσα βράδια. Που έχεις νότες στα αυτιά. Και μελωδίες στην ψυχή. Και διαβάζεις. Λέξεις άλλων. Σκέψεις άλλων. Στιγμές άλλων. Συναισθήματα άλλων. Και είναι σαν να διαβάζεις τα δικά σου. Μικρά κομμάτια σου εκεί. Στα ό,τι των άλλων. Που δεν τους ήξερες. Που τους έμαθες. Και τους νιώθεις. Και το λαχταράς. Να είχες προλάβει να τα αποτυπώσεις πιο πριν. Όχι για να τα πεις δικά σου. Ίσως απλά για να τα είχες κάνει λίγο πιο αληθινά. Ωστόσο πάντα ήταν. Εκεί.
Μα τι σημασία έχει; Όταν οι σκέψεις των άλλων και οι στιγμές των άλλων και τα συναισθήματα των άλλων έχουν ήδη ειπωθεί κι έχουν ένα μικρό, δικό σου κομμάτι μέσα τους πάλι δικά σου δεν είναι; Έστω. Δικά σου γίνονται. Για λίγο. Για μια στιγμή έστω. Για ένα δευτερόλεπτο έστω. Κι είναι σαν να στα παραχωρούν. Για λίγο. Για μια στιγμή έστω. Για το δευτερόλεπτο. Που θα χρειαστεί να τα αντικρίσεις κατάματα.
Γιατί είναι κι οι δικές σου πληγές εκεί. Οι δικές σου σκέψεις. Τα δικά σου συναισθήματα. Οι δικές σου ουλές. Που μαζεύονται παρέα κι ανεβαίνουν στα μάτια. Και γίνονται βλέμμα. Που μιλάει δίχως λέξεις. Που συζητάει χωρίς φωνή. Κι είναι σαν να σε καταλαβαίνουν. Χωρίς να πεις λέξη. Αυτοί που σ’ αγαπάνε την έχουν την ικανότητα αυτή. Κι αυτοί που αγαπάς την έχουν την ικανότητα αυτή. Αρκεί να την μπορούν. Να την αντέχουν. Και να την θέλουν. Την ικανότητα. Και το βάρος της ευθύνης να σε κοιτάξουν. Και να δουν. Και να νιώσουν. Και να μη μιλήσουν. Απλά για να συναντήσουν το βλέμμα. Και να μοιραστούν την σιωπή. Και τις στιγμές. Και τα συναισθήματα. Και τα όλα. Τα δικά τους και τα δικά σου.
Μικρά κομμάτια σου. Λίγο από ψυχή. Λίγο από λέξεις. Λίγο από σκέψεις. Λίγο από στιγμές. Λίγο από συναισθήματα. Λίγο από… Που ταξιδεύουν από δω κι από κει και κάποια στιγμή κουρνιάζουν. Σε άλλα σώματα. Σε άλλα βλέμματα. Σε άλλες ψυχές. Και ξέρεις ότι τα κομμάτια είναι ασφαλή. Εκεί που κούρνιασαν. Σε όλη τους την ανασφάλεια, είναι ασφαλή.
Κι είναι σαν η αγάπη να τα καταλαβαίνει όλα. Κι ας μη μιλάει γι’ αυτά. Δεν χρειάζονται λέξεις. Αρκούν οι ανάσες. Αρκούν τα βλέμματα. Αρκεί ό,τι μοιράζεται. Ό,τι χαρίζεται από καρδιάς.
Κι είναι σαν η αγάπη να τα καταλαβαίνει όλα. Εκεί. Στα βλέμματα που μοιράζονται. Στις ανάσες που δίπλα υπάρχουν. Και στις σιωπές που δεν πληγώνονται από λέξεις. Και σαν να είσαι ξαφνικά ο άλλος. Κι ο άλλος να γίνεται εσύ. Για λίγο. Για μια στιγμή έστω. Για ένα δευτερόλεπτο έστω. Ένα μικρό κομμάτι σου έστω.
Κι είναι η αλήθεια. Μιας στιγμής, μιας σκέψης, μιας λέξης κι ενός συναισθήματος. Κι όλα μαζί σου κάνουν αγάπη. Για την ψυχή που ακούς χωρίς να μιλάει. Για το βλέμμα που σου παραδίνεται χωρίς λέξεις. Για τις πληγές και τις ουλές και τα δάκρυα και τα όχι και τα πώς και τα γιατί. Και για τα χαμόγελα. Που κρύβουν καλά όσα ίσως δεν ειπωθούν ποτέ.
Κι είναι αγάπη. Αληθινή. Άδολη. Που χαρίζεται. Χωρίς όρους. Και χαρίζει πολλά περισσότερα. Κι όταν μοιράζεται, τόσα περισσότερα της επιστρέφονται. Και ψιθυρίζει ένα νοιάζομαι. Κι ένα σε προσέχω. Αληθινά. Απόλυτα. Άδολα. Δίχως δεύτερες σκέψεις. Σαν τα αδέρφια που ποτέ δεν είχες. Σαν μια ψυχή σε τέσσερα πόδια που θα σε λατρέψει αν την φροντίσεις. Σαν ένα παιδί που θα σ’ αγκαλιάσει σφιχτά. Σαν τον ήλιο που μοιράζει το φως. Σαν το κύμα που θα σου προσφέρει αυτό το γαργάλημα στις πατούσες. Σαν ψυχή. Σαν ζωή.
Σαν τόσα βράδια. Σαν κάθε βράδυ. Άσε με να έχω νότες στα αυτιά. Και μελωδίες στην ψυχή. Και να βρω πάλι τα κομμάτια μου. Εκείνα τα μικρά που κούρνιασαν αλλού. Να μου τα προσέχεις, ναι;

2014/04/21

στο παρά πέντε και στο και ένα

Κερί σβηστό. Λίγα βήματα. Μέχρι εκεί που αδιάφορα σε προσπερνούν αναμονές, βλέμματα, ευχές, φιλιά, αγκαλιές, αγάπη. Για άλλους προσποιητά, για άλλους αληθινά. Μια στιγμιαία παρατήρηση του κόσμου γύρω σου. Φεύγει το βλέμμα. Χέρια στις τσέπες. Κάνει κρύο. Μέσα-έξω. 
Πήγαινε-έλα λίγων μόνο λεπτών. Φορές μοιάζει αυτό να είναι ήδη πολύ. 
Πήγαινε-έλα λίγων μόνο λεπτών. Στο παρά πέντε και στο και ένα. Κάθε φορά.
Ίσα που ακούς ένα ''Χριστός Ανέστη''. Ίσα που ανάβεις το κερί σου. Ίσα που μοιράζεις ευχές. Προσποιητές και μη. Ίσα που νιώθεις πως κάπου αλλού ήθελες να ήσουν, με κάποιους άλλους να μοιραζόσουν αυτό το βράδυ. 
Σαν να μοιάζει μηχανικό όλο αυτό. Κάθε χρόνο. Κάθε τέτοιο βράδυ. Σαν να οφείλεις να είσαι εκεί. Θες δεν θες. Πρέπει δεν πρέπει. Σαν να σε εξαναγκάζουν να πιστέψεις σε κάτι. Στην όποια ανάσταση. Και στην όποια ανάταση. Ό,τι ή όποιος κι αν είναι εκεί ψηλά, το κουβαλάς μέσα σου. Κι αν το πιστεύεις, αυτό είναι από μόνο του αρκετό. 
Στην αναμονή. Μέχρι το και ένα, μάτια κλειστά. Με τα χέρια στις τσέπες. Κάνει κρύο. Πιο πολύ όταν στέκεσαι έτσι απλά. Ανάσες ανθισμένης λεμονιάς. Αναλογίζεσαι τα αστέρια που μόλις είδες να φωτίζουν έναν σκοτεινό ουρανό. Και ξαφνικά ανοίγεις τα μάτια να δεις αν μέτρησες σωστά. Λες και θα καταφέρεις ποτέ να σου βγει το μέτρημα. Μυρωδιές των κεριών που έσβησαν. Μικροπράγματα απλά συνθέτουν το σκηνικό.
Μια σκιά μόνη λίγο πιο κει. Διατηρώντας μια τέτοια απόσταση που θα της επιτρέψει να κρυφτεί. Την στιγμή που θα το θελήσει. Σαν το σώμα να μην είναι κομμάτι της σκιάς. Σαν η σκιά να μην ακολουθεί το σώμα. Σαν όλα τα δάχτυλα του κόσμου να δείχνουν την σκιά. Να την κοιτούν επίμονα. Εξεταστικά. Σαν να θέλει να βγει από το σώμα και να τρέξει. Μακριά και με φόρα. Με όσες δυνάμεις έχει μέσα της. Δεν ήταν που το γιατί και το πώς πρέπει να έχει μια λογική εξήγηση. Και τι θα πει πρέπει; Δεν ήταν η απόσταση που θα έπρεπε να διανυθεί για εκεί που αισθάνεσαι περισσότερο ο εαυτός σου. Δεν ήταν που ήξερες σε τι θα επιστρέψεις. Ήταν που το μέσα ήταν μουδιασμένο. Από όλα αυτά και για όλα αυτά.
Το και ένα πλησιάζει. Ένα κερί ανάβει. Για να το ακουμπήσεις εκεί με τα άλλα. Που όλα μαζί θα μπορούσαν να φωτίσουν ένα ολόκληρο δωμάτιο. Κερί αναμμένο. Και το ακουμπάς εκεί, δίπλα στα άλλα. Έτσι απλά. Κι έτσι δειλά. Με συνοδεία ένα πικρό χαμόγελο. Σαν να ακουμπάς την σκέψη σου. Και ένα νοιάζομαι. Ένα κερί ανάβει. Για όλες τις ψυχές που ταξίδεψαν. Που πια δεν είναι εδώ. Μα πάντα είναι εδώ. Αν σε κάτι αξίζει τον κόπο να πιστέψεις, είναι σε αυτό. Στις ψυχές των ανθρώπων. 
Και ένα. Θόρυβος. Βαρελότα. Κροτίδες. Πώς τα λένε τέλος πάντων. Μοιάζει να διακόπτουν τα συναισθήματα. Κι όλα τα δάχτυλα του κόσμου τώρα δεν δείχνουν την σκιά. Όλα ξαφνικά πιο ελεύθερα. Στο μπαμ-μπουμ το βλέμμα ψηλά. Για να δεις την χρωματιστή έκρηξη. Και να κλείσεις ξανά τα μάτια για να προσθέσεις κι άλλα χρώματα. Κι άλλα σχέδια. Για να φωτίσεις όσα είναι σκοτεινά. Μέσα-έξω.
Κερί αναμμένο. Και κάνει κρύο. Λίγα βήματα. Μέχρι εκεί που τα βλέμματα, όσο περνάνε τα χρόνια, αλλάζουν. Και σαν να αδειάζουν. Κι όσο αδειάζουν, τόσο απαιτούν από σένα να είσαι αυτό που θα ήθελαν να είσαι. Σύμφωνα με τα δικά τους μέτρα πάντα. Χαμογελάς. Επειδή αυτό περιμένουν από σένα. 
Στέκεσαι απέναντι. Σε μια ανάσταση. Στην όποια ανάσταση. Μιας σκέψης, ενός χαμόγελου, ενός βλέμματος. Μιας ψυχής. Της όποιας. 

Μια τελευταία ματιά. Στον ουρανό. Στα αστέρια. Στο φως του κεριού. Κι ένας αναστεναγμός. Γιατί έμαθες πια. Στο φως. Στο σκοτάδι. Στις αποστάσεις που διανύονται κουρνιάζουν οι φόβοι.