Μια Παρασκευή.
Και φεύγω νωρίς από την δουλειά.
Νωρίς, σαν να λέμε έφυγα στην ώρα μου.
Στην έξοδο κοντοστέκομαι. Για δευτερόλεπτα διστάζω.
Δεν το πολυσκέφτομαι.
Λες;
Ρωτάω τον εαυτό μου μα ξέρω ήδη την απάντηση.
Μεταβολή και προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Παίρνω το τρόλεϊ. Ευτυχώς δεν έχει πολύ κόσμο. Δεν αντέχω πάλι στριμωξίδι.
Βρίσκω κάθισμα, βγάζω το βιβλίο απ'την τσάντα μου και τρέχω το βλέμμα μου στις σελίδες του.
Δεν περνάει πολλή ώρα κι έχω φτάσει ήδη στο κέντρο.
Αρχίζω να περπατάω. Άλλοτε γρήγορα, άλλοτε πιο αργά.
Και παραδόξως ανάμεσα στον κόσμο που τρέχει κυνηγώντας την καθημερινότητά του, εγώ βρίσκω ξανά τον ρυθμό της αναπνοής μου.
Πιο ήρεμη, λιγότερο αγχωμένη, αλλά κουβαλώντας τα ναι μεν αλλά μου.
Δεν περίμενα να ξεφορτωθώ όλα όσα έχω στο κεφάλι μου.
Που μου χτυπάνε τα μηνίγγια σαν αυτοκινητάκια συγκρουόμενα.
Αυτό το ''πιο'' ήθελα για αυτό το απόγευμα. Και μου το χάρισα.
Σκοτεινιάζει. Ώρα να γυρίσω.
Καθόλου δεν θέλω αλλά πρέπει.
Ξανά στάση, ξανά τρόλεϊ για να περπατήσω πάλι ως την άλλη στάση για το επόμενο λεωφορείο που θα με πάει σπίτι.
Χωρίς να κοιτάξω απ'το παράθυρο, λέω έφτασα.
Από λάθος κατεβαίνω 3-4 στάσεις πιο πριν.
Σε γνώριμο σημείο όμως. Κοντά στην παλιά γειτονιά.
Ξαφνικά συνειδητοποιώ πόσα χρόνια έχω να έρθω.
Και μοιάζει τόσο μακρινό κομμάτι μου η εποχή που περπατούσα σ'αυτούς τους δρόμους.
Πόσα χρόνια πέρασαν.
Πόσες συνήθειες άλλαξαν.
12 πάνε πια.
Πόσο γρήγορα πέρασαν.
Πόσο γρήγορα έμαθα να κινούμαι σε νέους δρόμους.
Πόσο εύκολα ξέχασα τους παλιούς.
Κοιτάζοντας γύρω μου, σαν να με πονάει πόσο άλλαξε εκείνο το κομμάτι της Αθήνας που κάποτε ένιωθα δικό μου.
Τίποτα δεν θυμίζει την γειτονιά μου.
Τα βήματά μου με φέρνουν στο κτίριο του λυκείου.
3 χρόνια εδώ μέσα.
Με τα καλά τους, με τα κακά τους.
Με τα τότε προβλήματα που σήμερα μοιάζουν χαζά.
Με αναμνήσεις. Όμορφες και άσχημες.
Με φιλίες που χάθηκαν, με φιλίες που κρατήθηκαν.
Στέκομαι και κοιτάζω το κτίριο.
Παρατημένο όπως τότε.
Σκοτεινό όπως τότε.
Με την ίδια σιδερένια πόρτα που πάντα μου θύμιζε φυλακή.
Για να κρατά εγκλωβισμένα το αυθόρμητο, την ορμητικότητα, την άγνοια κινδύνου από ένα μάτσο εφήβους που ζητούσαν να μάθουν τι είναι ζωή.
Η ίδια σιδερένια πόρτα που θυμίζει φυλακή.
Καλά φτιαγμένη για να κρατάνε μέσα τα όνειρά μας.
Θυμάμαι το ίδιο έλεγα στους συμμαθητές τότε και με κορόϊδευαν.
Ποτέ δεν κατάλαβαν τι εννοούσα.
Δεν το περίμενα άλλωστε.
Χρόνια μετά ένας φίλος μου είχε πει πως η πόρτα του υπογείου, πίσω απ'τις τουαλέτες οδηγεί σε σήραγγα που φτάνει απέναντι μέχρι το υπόγειο της εκκλησίας. Ο τρόπος μετακίνησης των ανθρώπων της γειτονιάς στα χρόνια του πολέμου.
Θυμήθηκα ότι κάποια παιδιά είχαν δοκιμάσει να ανακαλύψουν την διαδρομή.
Το είχα ακούσει.
Μα δεν πήγα.
Φοβήθηκα.
Ήταν τότε που φοβόμουν ακόμη το σκοτάδι.
Φεύγω. Περνώ απέναντι στο φανάρι.
Η εκκλησία κι η πλατεία. Κι η παιδική χαρά.
Εκεί που άπειρες φορές έγδαρα τα γόνατά μου παίζοντας με τους φίλους της παιδικής μου ηλικίας.
Η παιδική χαρά.
Που κάποτε ήταν γεμάτη ανήσυχους γονείς και χαρούμενα πιτσιρίκια.
Έρημη πια. Λιγοστό το φως.
Φοβάται πια ο κόσμος.
Όχι άδικα.
Ξαφνικά κοιτάω αριστερά.
Στο ίδιο σημείο που κάποτε ήταν τα Goody's.
To πρώτο στέκι στις εξόδους του γυμνασίου.
Εκεί που χαρούμενες, γελαστές παρέες περνούσαν το απόγευμα του Σαββάτου με μια κόκα-κόλα στο τραπέζι.
Πόσο χαζό μου μοιάζει σήμερα το πόσο χαιρόμασταν μ'αυτή την βόλτα.
Πόσο ρομαντικά νοσταλγικό ταυτόχρονα που θα'θελα να το ξαναζήσω όπως τότε.
Παίρνω τον δρόμο προς τα κάτω.
Προσπαθώ να θυμηθώ όλα τα μαγαζιά που υπήρχαν τότε.
Λίγα έμειναν.
Να εδώ, είχα πάρει τα πρώτα παπουτσάκια που είχα διαλέξει μόνη μου.
Ροζ.
Ήταν η εποχή που όλος μου ο κόσμος ήταν ροζ.
Με πόσο καμάρι τα έδειξα στον παππού όταν γυρίσαμε σπίτι.
Παιδάκι ακόμα κι όλο αυτό μου φάνταζε άθλος.
Να κι εδώ στο καφεκοπτείο.
Που ερχόμουν με την μαμά να αγοράσουμε καφέ και ξηρούς καρπούς και πάντα μου έπαιρνε και λίγες από εκείνες τις καραμέλες. Τις μακρόστενες. Τις ροζ.
Και ζητούσα απ'τον κύριο με την καφέ ποδιά να μου γεμίσει το σακκουλάκι για να κεράσω και τους φίλους μου στο σχολείο για να δουν τι ωραίες που είναι.
Μια γευστική, ροζ πανδαισία που έλιωνε γλυκά στο στόμα.
Πιο κάτω το φροντιστήριο. Μιας χρονιάς μόνο τα απογεύματα τα πέρασα εδώ.
Στη δευτέρα λυκείου.
Προσπαθώντας να χωρέσω στο κεφάλι μου γεωμετρία, φυσική και χημεία. Δυσκολευόμουν σ'αυτά.
Και προσπαθώντας να καταλάβω πού σκατά θα μου χρησιμεύσουν αργότερα.
Όταν δεν θα ήταν υποχρεωτικό να τα ξέρω όλα αυτά.
Ένα απότομο φρενάρισμα κι ήταν σαν να ξύπνησα.
Για να συνειδητοποιήσω ότι σχεδόν δεν κυκλοφορεί ψυχή τριγύρω.
Μετακινούμαι συνεχώς για να περπατήσω στην φωτεινή πλευρά του πεζοδρομίου.
Πιο σκοτεινός ο δρόμος από όσο τον θυμάμαι. Πολύ πιο σκοτεινός.
Και δεν ντρέπομαι να το παραδεχτώ.
Φοβήθηκα.
Επιταχύνω το βήμα μου για να φτάσω γρηγορότερα πιο κάτω.
Να εκεί, βλέπω περισσότερο φως.
Εκεί να πάω.
Πλησιάζω στους δρόμους κοντά στο παλιό το σπίτι.
Πάντα με πονάει όταν περνάω από κει.
(Παρεμπιπτόντως αυτοί που ζουν τώρα μέσα γιατί άφησαν την τέντα σκισμένη;)
(Και κυρίως γιατί στο μπαλκόνι του δωματίου μου δεν υπάρχουν πια λουλούδια;)
Έχω πολλές αναμνήσεις.
Την εποχή που περίμενα στην είσοδο της πολυκατοικίας φορώντας την ποδιά μου, το σχολικό να έρθει να με πάρει.
Και την συνοδηγό που καθώς ανέβαινα πάντα μου τραγουδούσε το "Αγγελικούλα ζάχαρη, Αγγελικούλα μέλι...''
Κάθε μέρα.
Χαμογελούσα τότε.
Στην ίδια είσοδο που έκλαιγα ασταμάτητα όταν σε μια σακκούλα με σπασμένα γυαλιά έσκισα το πόδι μου.
Ακόμα έχω τα σημάδια απ'τα ράμματα να μου το θυμίζουν.
Στην ίδια είσοδο που χρόνια πολλά αργότερα τα δάχτυλά μου μπλέχτηκαν με άλλα δάχτυλα.
Στην ίδια είσοδο που πήρα την πρώτη μου σφιχτή αγκαλιά, που έδωσα το πρώτο μου φιλί.
Χαζοί συναισθηματισμοί.
Μα οι εικόνες ακόμη περνάνε μπροστά μου.
Από μια εποχή που όλα έμοιαζαν να είναι τόσο απλά.
Κι αν για κάτι μπορώ να περηφανεύομαι, είναι που σ'αυτή την γειτονιά ένιωσα τόσο πολύ ν'αγαπιέμαι.
Κάποτε.
Κι όσο οι εικόνες περνάνε μπροστά μου, τόσο το βήμα μου επιταχύνει να βρεθώ στο πιο φωτεινό σημείο του δρόμου που μπορώ.
Δίχως ταυτόχρονα να έχω σταματήσει να φοβάμαι.
Ξαφνικά βρίσκομαι να ειρωνεύομαι τον εαυτό μου.
Ολόκληρη γυναίκα έγινες κι ακόμη έχεις τις φοβίες μικρού παιδιού.
Ίσως να είναι ένας από τους τρόπους να κρατήσω ζωντανό το παιδί μέσα μου.
Κι όσο το βήμα επιταχύνει,
όσο το φως μοιάζει σαν να με πλησιάζει όλο και περισσότερο
βρίσκομαι στο κομμάτι του δρόμου κοντά στην στάση του λεωφορείου.
Που θα με πάει στο τωρινό σπίτι.
Στην τωρινή γειτονιά.
Ώρα να πάψουν οι συναισθηματισμοί κι οι αναμνήσεις.
Σταματάω στο εκδοτήριο να ανανεώσω την κάρτα του λεωφορείου.
Τέλος του μήνα σήμερα και θα μου χρειαστεί από βδομάδα.
Ξαφνικά παύω να είμαι το παιδί της γειτονιάς.
Ξαφνικά σταματάω αυτή την βουτιά στο χθες.
Κι όλα να οφείλονται σε μια λάθος αποβίβαση.
Λανθασμένη ή υποσυνείδητη, ποιος να μου το πει άραγε;
Και τελικά τι σημασία έχει;
Το μόνο που σκέφτομαι είναι τα χρόνια που πέρασαν, που ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα όσα απόψε σε μια εικοσάλεπτη διαδρομή.
Πόσος χρόνος τελικά χρειάζεται για να ξεχάσεις;
Και για να συνηθίσεις την ζωή σου αλλιώς;
Τα ξεχνάς όμως αληθινά άραγε τα κομμάτια του εαυτού σου;
Ποιος να μου το πει άραγε;
Έρχεται το λεωφορείο.
Ανεβαίνω.
Κι αφήνω πίσω μου όλες τις σκέψεις κι όλες τις αναμνήσεις.
Πίσω στην γειτονιά που μεγάλωσα.
Στο λεωφορείο και πάλι.
Ευτυχώς δεν έχει πολύ κόσμο.
Κι ο οδηγός τρέχει αρκετά.
Λιγοστεύει η απόσταση μέχρι το σπίτι.
Και μια σκέψη μόνο στο κεφάλι μου.
12 χρόνια για να ξεχάσεις.
12 χρόνια για να ξαναθυμηθείς.