Powered By Blogger

2014/03/29

συλλέγω

στιγμές
βλέμματα
χαμόγελα
λέξεις
νοιάξιμο
συναισθήματα
σιωπές
ανάσα
εικόνες
μουσικές
αναμνήσεις
μπλε
λευκό
άμμος
θάλασσα
ουρανός
στιγμές

στιγμές
χρώματα
λουλούδια
αρώματα
βύθισμα
άνωση
εγκλωβισμός

αέρας
κάτω
και πάνω ξανά
μοίρασμα
λίγα 
πολλά
εύκολα
δύσκολα
στιγμές

στιγμές
αδιέξοδα
και διέξοδοι
παράπονο
πνίξιμο
βούλιαγμα

φυγή
κλείσιμο
τίποτα
μαύρο
λευκό
όλα
σκοτάδι
φως
ήλιος
σκιά
συννεφιά
αστέρια
φεγγάρι
χιλιόμετρα
εθνική οδός
τοίχοι τέσσερις
ταβάνι
στιγμές

στιγμές
διαδρομές
αγκαλιά
αθώα
σφιχτά
αληθινά
αγάπη
καρδιά
ψυχή
έρωτας
περπάτημα
παρέα
γέλιο
άγγιγμα
τρυφερότητα
αίσθηση
μοναξιά
μαζί
μοναξιά στο μαζί
μαζί στη μοναξιά
στιγμές

στιγμές
τυχαίες
ξαφνικές
όμορφες
γεμάτες
μοιραίες
αναπόφευκτες
εύκολες
και δύσκολες
μισές
και ολόκληρες
στιγμές μαζί
μαζί στις στιγμές
μα στιγμές

μοιράζομαι...
συλλέγω...
ανασαίνω...
ζω...

στιγμές

2014/03/24

διαδρομές

800 μέτρα. Κι άλλα 800. Τόσα κι άλλα τόσα. Κάθε μέρα. 5 μέρες την εβδομάδα. 
800 μέτρα. Κι άλλα τόσα. Σαν να τρέχεις να προλάβεις την στιγμή. Κάποιου άλλου κι όχι την δική σου. Και παρόλα αυτά τρέχεις. Να προλάβεις. 
Πώς; Τι; Ποιον; Γιατί; 
Και τρέχεις. Ξαφνικά όχι και τόσο. Επιβραδύνεις. Περπατάς. Κάθε μέρα. 5 φορές την εβδομάδα.
Περπάτημα μηχανικό. Ζωή μηχανική. Κάθε μέρα. 5 φορές την εβδομάδα.
Υπάρχεις τις καθημερινές και ζεις τα Σαββατοκύριακα. Ας και για να.
Θυμός. Πίεση. Εσωτερική. Του μυαλού, της ψυχής. Και επιθυμία. Για φυγή.
Για το σήμερα. Για τις σκέψεις. Για τα συναισθήματα. Για το αύριο. Και για το πριν.
Από το σήμερα. Από τις σκέψεις. Από τα συναισθήματα. Από το αύριο. Και από το πριν.
Ένα ενστικτώδες εσωτερικό πέρα-δώθε. Και μια κουτουλιά σε έναν αόρατο τοίχο. Μόνιμα.

Θυμός. Πίεση. Εσωτερική. Του μυαλού. Της ψυχής. Και επιθυμία. Για το αλλιώς. Για το διαφορετικό.
Θυμός. Όχι προς άλλους. Προς τον εαυτό. Πάντα προς αυτόν.
Για τον φόβο, για την δειλία, για τα όρια που επιτράπηκαν στους άλλους να θέσουν.

Εαυτός. Ψυχή. Μυαλό. Όριο κανένα. Αυτό είναι ο άνθρωπος.

Θυμός. Λιγότερο προς τους άλλους. Κι ας ορίζουν μέρες. Κι ας ορίζουν νύχτες. Κι ας ορίζουν στιγμές. Γιατί θρονιάστηκαν σε αυτόν τον ρόλο και πολύ τους αρέσει τελικά. 
Γιατί ορίζουν ποιότητα και  ποσότητα ζωής. Γιατί καθορίζουν συνήθειες και σκέψεις. 
Γιατί εξουσιάζουν τον χρόνο. Τον σου. Τον μου. Όλων. Που δεν είναι καν δικός σου. Μου. Όλων.  Χαρισμένος πάντα σε αυτά και αυτούς που αγαπώ. Αγαπάς.
Θυμώνω. Με μένα. Πάντα με μένα.

800 μέτρα. Αναμονή. Άλλα 800 μέτρα. Είσοδος.
Πάνω-κάτω. Και αντίστροφα. Πέρα-δώθε. Και αντίστροφα. Ξεχειλίζει το κουτάκι. 
Επιβάλλεται ηρεμία. Και μερικές ανάσες.
Πάμε πάλι. Κάθε μέρα.

Στα πρώτα 800 μέτρα. Ρόδες. Λαμαρίνα τριγύρω. Καθίσματα αρκετά. Επιβίβαση. Προορισμός τα επόμενα 800 μέτρα.
Θέμα τύχης. Συνήθως. Μόνη μου. Στο κάθισμα. Ακουστικά και μουσικά ταξίδια. Από αυτά που τόσο αγαπώ. Τα περίεργα, τα σκοτεινά. Λίγοι αυτοί που με συνοδεύουν σ'αυτά. Άλλη κουβέντα για μια άλλη φορά.
Ή εναλλακτικά σελίδες. Με συναισθήματα, με σκέψεις, με συμπεράσματα, με ιστορίες. Όχι δικές μου. Αλλά μερικές φορές γίνονται. Κάποιες τυπώνονται στο κεφάλι. Άλλες όχι. Αδιάφορες.
Άλλες φορές στριμωξίδι. Βαριές ανάσες. Βλέμματα αδιάκριτα. Φωνές. Μουρμουρίσματα. Ήχοι τηλεφώνων. Η μουσική απ'τα ακουστικά των άλλων. Τίποτα δεν μου ταιριάζει.
Κυλάει η ώρα. Κυλάνε τα χιλιόμετρα. Φτάσαμε.

Στο μεταξύ, παιχνίδι παρατήρησης. Των άλλων. Και πιο πολύ του εαυτού σε σχέση με τους άλλους. Εκεί στη λαμαρίνα. Στο στριμωξίδι. Σαν να λιγοστεύει ξαφνικά ο αέρας. Ασφυκτικά. 
Θα φταίει εκείνο το αόρατο χέρι που σκεπάζει το πρόσωπο και εμποδίζει τις ανάσες.
Και φορές, το παιχνίδι της παρατήρησης συνεχίζεται. Μια μάχη να διακρίνεις στα πρόσωπα. Τις έγνοιες, τα προβλήματα, τα άγχη, τις επιθυμίες, τις σκέψεις, τα συναισθήματα.
Άραγε να κουβαλάνε μέσα τους, αυτούς που αγαπούν; 
Άραγε να κουβαλάνε κι εκείνοι κάθε μέρα μαζί τους τα αδιέξοδα; Την επιθυμία για φυγή;
Τα όνειρα για το αλλιώς; Το κάπως διαφορετικό; Και τελικά αυτό το διαφορετικό, πόσο διαφορετικό είναι;
Προσπαθώ να διακρίνω. Μπα. Δεν. Κρυφτό πίσω από ανέκφραστα πρόσωπα. Μα κοίτα τους.
Να σκέφτονται όπως εγώ; Να ασφυκτιούν όπως εγώ; Να πονάνε όπως εγώ; Να αισθάνονται τα πάντα ως τα κόκκαλά τους όπως εγώ; Να αγαπάνε όπως εγώ; Να αγαπιούνται όπως εγώ;
Όλες οι ιστορίες κι όλες οι πιθανότητες παίζουν κρυφτό. Μεταξύ τους και με μένα. Και με τους άλλους. Μα πιο πολύ με μένα.

Μπλινγκ-μπλινγκ. Κάθε τόσο ο ίδιος ήχος. Διακόπτει σκέψεις. Σε κάθε αποβίβαση. Σε ένα φευγιό. Για κάθε βαριά ανάσα. Για κάθε αδιάκριτο βλέμμα. Για κάθε φωνή. Για κάθε μουρμούρισμα. Και για μια συνέχεια της ιστορίας κάπου αλλού. Και κάπως αλλιώς. 
Που πιθανόν μια άλλη εγώ να παρατηρήσει, να παλέψει να μαντέψει τι υπάρχει πίσω από μια άγνωστη παρουσία που στέκεται δίπλα σου στο λεωφορείο.

Το βλέμμα φεύγει από αυτό το τσούρμο αγνώστους που προσπάθησα να δω αν μου μοιάζουν.
Βλέμμα μέσα από το παράθυρο. Αλλά μοιάζει σαν να μη κοιτάζω πραγματικά. Όχι τον δρόμο. Όχι τις γειτονιές. Όχι τα σπίτια. Όχι τις βιτρίνες.
Σαν το τζάμι να μην είναι διάφανο. Σαν να αντικατοπτρίζονται εκεί όσα κάνουν βόλτες στο κεφάλι.  Όλα εκεί. Σ'ένα κομμάτι παγωμένο τζάμι.
Σαν να έχω την ψευδαίσθηση ότι δεν θα αφήσω το κάθισμά μου σε 25 λεπτά ακριβώς. Σαν το τικ-τακ του ρολογιού να παγώνει. Σαν ο χρόνος να μένει εκεί. Στη στιγμή αυτή. Σαν ο οδηγός θα συνεχίσει την διαδρομή για να με πάει ένα ταξίδι. Μακριά. Στον επιθυμητό προορισμό.
Τόσους μήνες μετά, η ίδια ψευδαίσθηση. Κάθε μέρα. Σχεδόν κάθε μέρα.
Μετά προσγείωση. Στη στιγμή που συνειδητοποιείς ότι η ψευδαίσθηση είναι μόνο μια ψευδαίσθηση. Τίποτα παραπάνω.

Κατηφόρα. Κάτω από την γέφυρα. Τελειώνει το ταξίδι. Σε λίγο αποβίβαση. Ώρα για το δικό μου μπλινγκ-μπλινγκ. Που θα στριμωχτώ και θα με πατήσουν και θα με σπρώξουν και θα με βρίζουν από μέσα τους που τους ξεβολεύω.
Μέχρι οι πόρτες να ανοίξουν και να νιώσω ότι αναπνέω ξανά.
Μακριά από τις βαριές ανάσες και τα αδιάκριτα βλέμματα. 
Τόσο καυσαέριο κι εγώ νιώθω να αναπνέω.  

800 μέτρα. Κι άλλα 800. 
800 μέτρα σκέψεις. 800 μέτρα όνειρα. 800 μέτρα επιθυμίες. 800 μέτρα αδιέξοδα. 800 μέτρα θυμός.
800. Κι άλλα 800.
Μέχρι να αναγκαστώ να τα κρύψω όλα στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Να τα ξεχάσω. Μα δεν ξεχνιούνται. Απλά παγώνουν για λίγο. Έχουν γίνει κομμάτι από το δέρμα μου. Έχουν γίνει μέρος της ανάσας μου. Υπάρχουν μαζί μου. Είναι εγώ.
Δεν έχω άλλη επιλογή. Τα παραμερίζω. Στην άκρη. Εκεί. Μαζί με την υπόλοιπη στοίβα όνειρα. Με την υπόλοιπη στοίβα αδιέξοδα. Με την υπόλοιπη στοίβα επιθυμίες. Με την υπόλοιπη στοίβα σκέψεις. 
Για να τα ξανασυναντήσω ώρες μετά. Που ο χρόνος μου θα μου ανήκει ξανά. Μα δεν τον αισθάνομαι έτσι. Δικό μου. Σαν να μου τον έχουν δανείσει μοιάζει. Με τόκο υψηλό. Που τον πληρώνω. Κάθε μέρα. Κάθε ώρα. Κάθε στιγμή. Ακριβά. Πολύ ακριβά.


Διαδρομές. Καθημερινές. Συνεχόμενες. Που μοιάζουν τόσο μα τόσο βαρετές. Και τόσο μα τόσο ανούσιες.
Μη με παρεξηγείς. Δεν βαριέμαι γενικά. Τις αγαπώ τις διαδρομές. Απλά όχι τις συγκεκριμένες. Ευχαρίστως θα ταξίδευα όλη μου την ζωή. Να συναντώ εικόνες. Από εκείνες που έχουν το προσόν να κλείνονται σε στιγμές. Να ανακαλύπτω μυρωδιές. Από εκείνες που κλείνονται σε στιγμές. Μυρωδιές. Θάλασσας κυρίως. Και να τις ρουφάω σαν να είναι η πρώτη φορά που τις μυρίζω. Κάθε φορά.
Διαδρομές. Πέρα-δώθε. Λίγο πιο πέρα ή λίγο πιο δώθε; 
Κι αν απαντήσω τι; Μήπως δεν θα ξανακάνω τα ίδια βήματα; 
Μήπως δεν θα ξανακάνω τις ίδιες μηχανικές κινήσεις;

Ξημερώνει Δευτέρα. Και η διαδρομή η ίδια πλησιάζει. Σαν να μου κλείνει το μάτι ειρωνικά μοιάζει. Η Δευτέρα ή η διαδρομή, δεν μπορώ να διακρίνω. Κι εδώ που τα λέμε, δεν έχει και σημασία τελικά. 

Διαδρομές. Και 800 μέτρα. Τόσα κι άλλα τόσα. Κάθε μέρα. 5 μέρες την εβδομάδα. 
Πάμε πάλι.

2014/03/09

(από) (σε) (για) ένα αντίο

Κι ήρθε η ώρα. Του αντίο.
Που τόσο το φοβόμουν. Καιρό τώρα.
Κι όσο μας πλησίαζε, πείσμωσα. Όχι για να το αλλάξω. 
Αλλάζει το αναπόφευκτο;
Πείσμωσα για να μείνω δυνατή. 
Όπως με θυμόσουν.
Όπως με θυμόμουν.
Κι όπως με ήθελα.

Πείσμωσα. Και θύμωσα.
Πολύ καιρό υπήρξα θυμωμένη.
Όχι με σένα.
Με μένα.
Μόνο με μένα.
Για όσα δεν έκανα.
Για όσα δεν σου ψιθύρισα.
Για όσα δεν σου έδειξα.
Για όσα. Για όλα.
Συγνώμη.

Τώρα πια...
δεν χρειάζεται να σκεφτώ, δεν χρειάζεται να αισθανθώ, 
δεν χρειάζεται να κάνω, δεν χρειάζεται να πω.
Τίποτα.
Όλα αυτά δεν έχουν σημασία καμία πια. Ανώφελα όλα.
Κι εγώ την πήρα την απόφασή μου.
Δεν θα στα φορτώσω.
Δεν χρειάζεται να τα κουβαλάς φεύγοντας.
Θα τα κρατήσω για μένα. Θα προτιμήσω τη σιωπή.

Κι αν αλλάζουμε διαδρομή ο καθένας χωριστά
μα με ένα κομμάτι του άλλου μαζί του, τι σημασία έχει;
Μόνοι ήμασταν στο μαζί.
Απλά το Α του ονόματός μου ακούμπησε για λίγο στο Γ του δικού σου να ξεκουραστεί.
Να μάθει.
Να δει. Όχι να κρυφοκοιτάξει. Πραγματικά να δει.

Να νιώσει. 
Να αγγίξει.
Να ανασάνει.
Να ζήσει.
Για τον άλλον και μέσα από τον άλλον. 

Ρήματα ενεργητικής και παθητικής φωνής που αποκτούν ζωή. 
Και όνειρα μοιρασμένα στα δύο.
Που ενώθηκαν ξανά για να φτιάξουν το ένα.
Για όλα αυτά.
Ευχαριστώ. 

Εσύ κι εγώ.
Δύο άνθρωποι τόσο ίδιοι.
Δύο άνθρωποι τόσο διαφορετικοί.
Δυο μισά που για λίγο γίναν ένα. 
Που δανείστηκαν ο ένας λίγο από το είναι του άλλου.
Αρκούσε.

Κι αν σου λέω αντίο,
δεν σημαίνει ότι λιγότερο σ'αγαπάω.
Αν τελικά μπορείς να την μετρήσεις την αγάπη. 
Κι αν δεν στέκεσαι πια πλάι μου,
δεν σημαίνει ότι λιγότερο σ'αγαπάω.
Ίσως τώρα περισσότερο. 
Που δεν θα είσαι πια ο άνθρωπός μου. 
Που θα ανασαίνεις μέσα από άλλες ψυχές.
Που θα ζω μέσα από άλλους φόβους.
Καινούργιες.
Και παλιούς.

''Κάθε δευτερόλεπτο άξιζε''
''Τιποτα δεν ξεχνιέται''
Φράσεις λίγων συλλαβών.
Κι έπειτα σιωπή.
Μικρές στιγμές αμηχανίας.
Και φόβος.
Και θυμός.
Και αδιέξοδα.
Και ορθωμένοι τοίχοι.
Χτυπάς εσύ από τη μια, εγώ από την άλλη μα δεν πέφτουν.
Τους χτίσαμε καλά.

Ήταν μια μικρή ιστορία.
Με στιγμές μικρές.
Με στιγμές μεγάλες.
Με σκέψεις πολλές.
Με λόγια λίγα.
Με συναισθήματα πολλά.
Δύο παιδιά που μεγάλωναν μαζί.
Που μάθαιναν το ένα απ'το άλλο.
Κι όταν όλα τα ένιωσαν,
όταν όλα τα έμαθαν,
όταν όλα ειπώθηκαν,
χάθηκαν σε περίεργες στροφές.
Έτσι μάλλον έπρεπε να γίνει.

Κι ήρθε η ώρα. Του αντίο.
Και πρέπει να κλείσεις τους λογαριασμούς.
Κι εσύ. Κι εγώ.
Μετρώντας. Και νιώθοντας.
Τα ναι και τα όχι.
Τα μεγάλα και τα μικρά.
Μα τίποτα δεν ζυγίζεται.
Όσο κι αν θες.
Ακόμα κι αν θες.

Το μαζί μας δεν το μέτρησα με χρόνο. Ποτέ.
Δεν το ευτελίζω μετρώντας το με μέρες, με μήνες, με χρόνια.
Το μέτρησα με στιγμές.
Κι έτσι το μετράω.
Ακόμα. Και πάντα.

Στιγμές. 
Που το άρωμά μου ενώθηκε με το δικό σου.
Κι έγινε μία μυρωδιά. Καινούργια.
Απροσδιόριστα υπέροχη.

Το μαζί μας ήταν στιγμές.
Που διεκδικούσες τα ρίσκα μου.  
Που έτρεμα μη δεις το σκοτάδι μέσα μου. Να σε προφυλάξω ήθελα.
Που ανταλλάσσαμε σημειώματα με όσα δεν τολμούσαμε να πούμε. 
Που μας πολέμησαν. Που μας στρίμωχναν. Κι εμείς πολεμούσαμε πιο δυνατά.
Νικήσαμε. Έστω για λίγο.
Που πέρναγες τα δάχτυλά σου στα μαλλιά μου.
Που τύλιγα τα χέρια μου στον λαιμό σου.
Που ένιωθα την ανάσα σου στο δέρμα μου.
Που σε κοίμισα στο στήθος μου.
Που με ταξίδεψες χωρίς να κάνουμε βήμα.
Που σ'έκανα να γελάς.
Που σε κράταγα όταν πονούσες.
Που με κορόϊδευες που φοβόμουν τα ζωύφια.
Που με άφηνες να φάω την τελευταία κουταλιά παγωτό. 
Που με κράταγες σφιχτά όταν φοβόμουν. 
Που έμπλεκες τα δάχτυλά σου με τα δικά μου.
Που μου κρατούσες το χέρι στις βόλτες μας. 
Που πηγαίναμε στους Αέρηδες και κάναμε σχέδια κοιτώντας την φωτισμένη Αθήνα.
Που μ'αγκάλιαζες στην ανασφάλειά μου.
Που μου ψιθύριζες το ένα.
Που σου ψιθύριζα το ένα.
Που με πήγες να δούμε τον Τιτανικό.
Και που φίλησες τα μάτια μου για να δεις αν κλαίω.
Που με έμαθες να διαβάζω Καβάφη.
Που σου έμαθα να ακούς Joy Division. Και Peter Murphy. Και Nick Cave. Κι ένα σωρό άλλους. 
Που μ'ανάσαινες.
Που μ'ανάσταινες.
Που διάβαζα το μέσα σου χωρίς να μου πεις λέξη. Και το ήξερες. Και μου χαμογελούσες.
Που γλύκανα τον κυνισμό σου. Έστω λίγο.
Που σου χάρισα χαμόγελα. Πολλά.
Που μου δώρισες όνειρα. Περισσότερα.
Που μιλούσαμε με σιωπές. Αμέτρητες.
Που οι άμυνές μου διαλύθηκαν για σένα.
Που ισοπέδωσα όποιον σε πλήγωσε.
Που με προστάτευσες όταν με μαχαίρωναν πισώπλατα.
Που ταξίδευες αυθημερόν με το τρένο για να με δεις για λίγες ώρες.
Που ταξίδευα αυθημερόν με το ΚΤΕΛ για να σε δω για ένα βράδυ.
Που κοιτούσαμε την βροχή μέσα από το τζάμι και μου'λεγες ''είναι όμορφα έτσι''.
Που φοβόμουν ν'αφεθώ.
Που φοβόσουν ότι δεν σ'εμπιστεύομαι.
Που μου θύμωνες όταν κάπνιζα.
Που μοιραστήκαμε ένα μαξιλάρι όταν είχαμε δύο.
Που σου κρατούσα μυστικά. Αυτά που ήξερα πως θα σε πλήγωναν.
Που μου κρατούσες μυστικά. Αυτά που ήξερες πως έτρεμα.
Που μου άφηνες μηνύματα να τα βρω το πρωί όταν ξυπνήσω. Για να χαμογελάσω.
Που σου έστελνα τις καληνύχτες μου. Δεν τις άκουγες, μα τις αισθανόσουν.
Που κοιμόμουν και το χέρι μου απλωνόταν να σε βρει δίπλα μου.
Που κοιμόσουν και το χέρι σου απλωνόταν να με βρει δίπλα σου.

Για όλα αυτά και για άλλα τόσα.
Ευχαριστώ.

Πρωινά που δεν ήμουν εκεί να σε ξυπνήσω με φιλί.
Πρωινά που δεν ήσουν εδώ να με ξυπνήσεις με αγκαλιά.
Για τα μέρη που δεν είδαμε μαζί.
Για τα ταξίδια που δεν κάναμε μαζί.
Για όσα δεν τόλμησα επειδή φοβόμουν.
Για όσα δεν άλλαξες επειδή δεν μπορούσες.
Για τις μουσικές που δεν ανακαλύψαμε παρέα.
Για τις λέξεις που είπαμε.
Και για τις λέξεις που δεν είπαμε.
Για τις στιγμές που χάσαμε.
Για τα χαμόγελα που δεν σχηματίσαμε.
Για τις αναμνήσεις που δεν φτιάξαμε.

Για όλα αυτά και για άλλα τόσα.
Συγνώμη.

Χρώμα μπλε. Φωτεινό.
Χρώμα μαύρο. Σκοτεινό. 
Το ένα εσύ. Το άλλο εγώ.
Κι όταν αγκαλιάστηκαν, φτιάχτηκε ένα άλλο χρώμα.
Φτιάξαμε ένα άλλο χρώμα.
Καινούργιο. Που δεν προσδιορίζεται. 
Που δεν υπήρξε ξανά.
Που δεν συγκρίνεται.
Γεννήθηκε για να χρωματίσει για λίγο μια ιστορία.
Κι έπειτα διαλύθηκε όπως η νερομπογιά στη βροχή.

Κάθε δευτερόλεπτο άξιζε. 
Επειδή τίποτα δεν ξεχνιέται.

Κι ήρθε η ώρα. Του αντίο.
Και όλα τα σ'αγαπώ έμειναν μισά.
Για να ειπωθούν ξανά. Αργότερα.
Σε άλλα πρόσωπα. Σε άλλα βλέμματα. 
Όταν θ'ανασαίνεις μέσα από άλλες ψυχές.
Όταν θα ζω μέσα στους ίδιους φόβους.

Όχι. Λιγότερο δεν σημαίνει ότι σ'αγαπάω.
Τώρα που η διαδρομή τερματίζει. 
Να είσαι καλά.
Χαμογέλα μου. Μια φορά τελευταία.
Φίλα με. Μια φορά τελευταία.
Αντίο.

 10/11/2000

2014/03/03

12 χρόνια αλλιώς...

Μια Παρασκευή.
Και φεύγω νωρίς από την δουλειά.
Νωρίς, σαν να λέμε έφυγα στην ώρα μου.
Στην έξοδο κοντοστέκομαι. Για δευτερόλεπτα διστάζω.
Δεν το πολυσκέφτομαι. 
Λες; 
Ρωτάω τον εαυτό μου μα ξέρω ήδη την απάντηση.

Μεταβολή και προς την αντίθετη κατεύθυνση. 
Παίρνω το τρόλεϊ. Ευτυχώς δεν έχει πολύ κόσμο. Δεν αντέχω πάλι στριμωξίδι.
Βρίσκω κάθισμα, βγάζω το βιβλίο απ'την τσάντα μου και τρέχω το βλέμμα μου στις σελίδες του.

Δεν περνάει πολλή ώρα κι έχω φτάσει ήδη στο κέντρο.
Αρχίζω να περπατάω. Άλλοτε γρήγορα, άλλοτε πιο αργά.
Και παραδόξως ανάμεσα στον κόσμο που τρέχει κυνηγώντας την καθημερινότητά του, εγώ βρίσκω ξανά τον ρυθμό της αναπνοής μου.
Πιο ήρεμη, λιγότερο αγχωμένη, αλλά κουβαλώντας τα ναι μεν αλλά μου.
Δεν περίμενα να ξεφορτωθώ όλα όσα έχω στο κεφάλι μου.
Που μου χτυπάνε τα μηνίγγια σαν αυτοκινητάκια συγκρουόμενα.
Αυτό το ''πιο'' ήθελα για αυτό το απόγευμα. Και μου το χάρισα.

Σκοτεινιάζει. Ώρα να γυρίσω. 
Καθόλου δεν θέλω αλλά πρέπει.
Ξανά στάση, ξανά τρόλεϊ για να περπατήσω πάλι ως την άλλη στάση για το επόμενο λεωφορείο που θα με πάει σπίτι.

Χωρίς να κοιτάξω απ'το παράθυρο, λέω έφτασα.
Από λάθος κατεβαίνω 3-4 στάσεις πιο πριν.
Σε γνώριμο σημείο όμως. Κοντά στην παλιά γειτονιά.
Ξαφνικά συνειδητοποιώ πόσα χρόνια έχω να έρθω.
Και μοιάζει τόσο μακρινό κομμάτι μου η εποχή που περπατούσα σ'αυτούς τους δρόμους.

Πόσα χρόνια πέρασαν.
Πόσες συνήθειες άλλαξαν.
12 πάνε πια.
Πόσο γρήγορα πέρασαν.
Πόσο γρήγορα έμαθα να κινούμαι σε νέους δρόμους.
Πόσο εύκολα ξέχασα τους παλιούς.

Κοιτάζοντας γύρω μου, σαν να με πονάει πόσο άλλαξε εκείνο το κομμάτι της Αθήνας που κάποτε ένιωθα δικό μου.
Τίποτα δεν θυμίζει την γειτονιά μου.
Τα βήματά μου με φέρνουν στο κτίριο του λυκείου.
3 χρόνια εδώ μέσα.
Με τα καλά τους, με τα κακά τους.
Με τα τότε προβλήματα που σήμερα μοιάζουν χαζά.
Με αναμνήσεις. Όμορφες και άσχημες.
Με φιλίες που χάθηκαν, με φιλίες που κρατήθηκαν.
Στέκομαι και κοιτάζω το κτίριο.
Παρατημένο όπως τότε.
Σκοτεινό όπως τότε.
Με την ίδια σιδερένια πόρτα που πάντα μου θύμιζε φυλακή.
Για να κρατά εγκλωβισμένα το αυθόρμητο, την ορμητικότητα, την άγνοια κινδύνου από ένα μάτσο εφήβους που ζητούσαν να μάθουν τι είναι ζωή.
Η ίδια σιδερένια πόρτα που θυμίζει φυλακή.
Καλά φτιαγμένη για να κρατάνε μέσα τα όνειρά μας.
Θυμάμαι το ίδιο έλεγα στους συμμαθητές τότε και με κορόϊδευαν.
Ποτέ δεν κατάλαβαν τι εννοούσα.
Δεν το περίμενα άλλωστε.
Χρόνια μετά ένας φίλος μου είχε πει πως η πόρτα του υπογείου, πίσω απ'τις τουαλέτες οδηγεί σε σήραγγα που φτάνει απέναντι μέχρι το υπόγειο της εκκλησίας. Ο τρόπος μετακίνησης των ανθρώπων της γειτονιάς στα χρόνια του πολέμου.
Θυμήθηκα ότι κάποια παιδιά είχαν δοκιμάσει να ανακαλύψουν την διαδρομή.
Το είχα ακούσει.
Μα δεν πήγα.
Φοβήθηκα.
Ήταν τότε που φοβόμουν ακόμη το σκοτάδι.

Φεύγω. Περνώ απέναντι στο φανάρι.
Η εκκλησία κι η πλατεία. Κι η παιδική χαρά.
Εκεί που άπειρες φορές έγδαρα τα γόνατά μου παίζοντας με τους φίλους της παιδικής μου ηλικίας.
Η παιδική χαρά.
Που κάποτε ήταν γεμάτη ανήσυχους γονείς και χαρούμενα πιτσιρίκια.
Έρημη πια. Λιγοστό το φως.

Φοβάται πια ο κόσμος.
Όχι άδικα.

Ξαφνικά κοιτάω αριστερά. 
Στο ίδιο σημείο που κάποτε ήταν τα Goody's. 
To πρώτο στέκι στις εξόδους του γυμνασίου.
Εκεί που χαρούμενες, γελαστές παρέες περνούσαν το απόγευμα του Σαββάτου με μια κόκα-κόλα στο τραπέζι.
Πόσο χαζό μου μοιάζει σήμερα το πόσο χαιρόμασταν μ'αυτή την βόλτα.
Πόσο ρομαντικά νοσταλγικό ταυτόχρονα που θα'θελα να το ξαναζήσω όπως τότε.

Παίρνω τον δρόμο προς τα κάτω.
Προσπαθώ να θυμηθώ όλα τα μαγαζιά που υπήρχαν τότε.
Λίγα έμειναν.

Να εδώ, είχα πάρει τα πρώτα παπουτσάκια που είχα διαλέξει μόνη μου.
Ροζ. 
Ήταν η εποχή που όλος μου ο κόσμος ήταν ροζ.
Με πόσο καμάρι τα έδειξα στον παππού όταν γυρίσαμε σπίτι.
Παιδάκι ακόμα κι όλο αυτό μου φάνταζε άθλος.

Να κι εδώ στο καφεκοπτείο.
Που ερχόμουν με την μαμά να αγοράσουμε καφέ και ξηρούς καρπούς και πάντα μου έπαιρνε και λίγες από εκείνες τις καραμέλες. Τις μακρόστενες. Τις ροζ.
Και ζητούσα απ'τον κύριο με την καφέ ποδιά να μου γεμίσει το σακκουλάκι για να κεράσω και τους φίλους μου στο σχολείο για να δουν τι ωραίες που είναι.
Μια γευστική, ροζ πανδαισία που έλιωνε γλυκά στο στόμα.

Πιο κάτω το φροντιστήριο. Μιας χρονιάς μόνο τα απογεύματα τα πέρασα εδώ.
Στη δευτέρα λυκείου. 
Προσπαθώντας να χωρέσω στο κεφάλι μου γεωμετρία, φυσική και χημεία. Δυσκολευόμουν σ'αυτά. 
Και προσπαθώντας να καταλάβω πού σκατά θα μου χρησιμεύσουν αργότερα.
Όταν δεν θα ήταν υποχρεωτικό να τα ξέρω όλα αυτά.

Ένα απότομο φρενάρισμα κι ήταν σαν να ξύπνησα.
Για να συνειδητοποιήσω ότι σχεδόν δεν κυκλοφορεί ψυχή τριγύρω.
Μετακινούμαι συνεχώς για να περπατήσω στην φωτεινή πλευρά του πεζοδρομίου.
Πιο σκοτεινός ο δρόμος από όσο τον θυμάμαι. Πολύ πιο σκοτεινός.
Και δεν ντρέπομαι να το παραδεχτώ.
Φοβήθηκα.
Επιταχύνω το βήμα μου για να φτάσω γρηγορότερα πιο κάτω.
Να εκεί, βλέπω περισσότερο φως.
Εκεί να πάω.

Πλησιάζω στους δρόμους κοντά στο παλιό το σπίτι.
Πάντα με πονάει όταν περνάω από κει.
(Παρεμπιπτόντως αυτοί που ζουν τώρα μέσα γιατί άφησαν την τέντα σκισμένη;)
(Και κυρίως γιατί στο μπαλκόνι του δωματίου μου δεν υπάρχουν πια λουλούδια;)
Έχω πολλές αναμνήσεις.
Την εποχή που περίμενα στην είσοδο της πολυκατοικίας φορώντας την ποδιά μου, το σχολικό να έρθει να με πάρει.
Και την συνοδηγό που καθώς ανέβαινα πάντα μου τραγουδούσε το "Αγγελικούλα ζάχαρη, Αγγελικούλα μέλι...''
Κάθε μέρα.
Χαμογελούσα τότε.

Στην ίδια είσοδο που έκλαιγα ασταμάτητα όταν σε μια σακκούλα με σπασμένα γυαλιά έσκισα το πόδι μου. 
Ακόμα έχω τα σημάδια απ'τα ράμματα να μου το θυμίζουν.
Στην ίδια είσοδο που χρόνια πολλά αργότερα τα δάχτυλά μου μπλέχτηκαν με άλλα δάχτυλα.
Στην ίδια είσοδο που πήρα την πρώτη μου σφιχτή αγκαλιά, που έδωσα το πρώτο μου φιλί.

Χαζοί συναισθηματισμοί.
Μα οι εικόνες ακόμη περνάνε μπροστά μου.
Από μια εποχή που όλα έμοιαζαν να είναι τόσο απλά.
Κι αν για κάτι μπορώ να περηφανεύομαι, είναι που σ'αυτή την γειτονιά ένιωσα τόσο πολύ ν'αγαπιέμαι.
Κάποτε.

Κι όσο οι εικόνες περνάνε μπροστά μου, τόσο το βήμα μου επιταχύνει να βρεθώ στο πιο φωτεινό σημείο του δρόμου που μπορώ.
Δίχως ταυτόχρονα να έχω σταματήσει να φοβάμαι.
Ξαφνικά βρίσκομαι να ειρωνεύομαι τον εαυτό μου. 
Ολόκληρη γυναίκα έγινες κι ακόμη έχεις τις φοβίες μικρού παιδιού.
Ίσως να είναι ένας από τους τρόπους να κρατήσω ζωντανό το παιδί μέσα μου.

Κι όσο το βήμα επιταχύνει,
όσο το φως μοιάζει σαν να με πλησιάζει όλο και περισσότερο
βρίσκομαι στο κομμάτι του δρόμου κοντά στην στάση του λεωφορείου.
Που θα με πάει στο τωρινό σπίτι.
Στην τωρινή γειτονιά.
Ώρα να πάψουν οι συναισθηματισμοί κι οι αναμνήσεις.
Σταματάω στο εκδοτήριο να ανανεώσω την κάρτα του λεωφορείου.
Τέλος του μήνα σήμερα και θα μου χρειαστεί από βδομάδα.

Ξαφνικά παύω να είμαι το παιδί της γειτονιάς.
Ξαφνικά σταματάω αυτή την βουτιά στο χθες.
Κι όλα να οφείλονται σε μια λάθος αποβίβαση.
Λανθασμένη ή υποσυνείδητη, ποιος να μου το πει άραγε;
Και τελικά τι σημασία έχει;

Το μόνο που σκέφτομαι είναι τα χρόνια που πέρασαν, που ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα όσα απόψε σε μια εικοσάλεπτη διαδρομή.
Πόσος χρόνος τελικά χρειάζεται για να ξεχάσεις;
Και για να συνηθίσεις την ζωή σου αλλιώς; 
Τα ξεχνάς όμως αληθινά άραγε τα κομμάτια του εαυτού σου;
Ποιος να μου το πει άραγε;

Έρχεται το λεωφορείο.
Ανεβαίνω.
Κι αφήνω πίσω μου όλες τις σκέψεις κι όλες τις αναμνήσεις.
Πίσω στην γειτονιά που μεγάλωσα.

Στο λεωφορείο και πάλι.
Ευτυχώς δεν έχει πολύ κόσμο.
Κι ο οδηγός τρέχει αρκετά.
Λιγοστεύει η απόσταση μέχρι το σπίτι.

Και μια σκέψη μόνο στο κεφάλι μου.

12 χρόνια για να ξεχάσεις.
12 χρόνια για να ξαναθυμηθείς.