Χαμένος χρόνος. Σαν έτσι να μοιάζει. Τόσος που αν τον μαζέψεις όλο μαζί, φτιάχνεις μια ολόκληρη ζωή. Από εκείνη που μοιάζει πραγματική μόλις λίγες στιγμές μέσα στην ημέρα σου, την εβδομάδα σου, τον μήνα σου... Που τα σπρώχνεις να πάνε λίγο παρακάτω μήπως και ζήσεις μια στιγμή, ένα πρωί, ένα μεσημέρι, ένα βράδυ έτσι απλά και όμορφα σαν να είναι πραγματικά δικά σου.
Για το τι τελικά; Για να κυνηγήσεις τι; Μια φιλοδοξία; Ένα όνειρο; Την ψευδαίσθηση μιας από χέρι χαμένης δημιουργικότητας που ικανοποιητική μόνο στα δικά σου μάτια μοιάζει τελικά. Όχι. Έπαψε από καιρό να είναι όλα αυτά. Μόνο ένα ανελέητο κυνηγητό είναι. Με τον χρόνο. Τις υποχρεώσεις. Με ένα πρέπει. Με εκείνο τον κόμπο στο στομάχι που ανεβαίνει σιγά-σιγά και σε πνίγει στον λαιμό. Άγχος μου είχαν πει ότι λέγεται κι εγώ δήλωνα πως δεν θα πέσω στην παγίδα του. Δεν ήξερα τότε. Δεν φανταζόμουν το μετά.
Και τόσος χρόνος να γλιστράει μέσα από τα χέρια σου. Που τον κυνηγάς μα τελικά σε προσπερνάει. Και τον κοιτάς στα μάτια. Και τον έχεις δίπλα σου. Μα ούτε που τον αγγίζεις. Δεν τολμάς. Δεν αντέχεις. Και το αισθάνεσαι πως είναι λάθος. Να το αλλάξεις δεν μπορείς. Γιατί εγκλωβίζεσαι. Σε δωμάτια μικρά. Με φως τεχνητό όταν έξω έχει μια λιακάδα ονειρεμένη. Όταν αντί για το γαλάζιο του ουρανού, κοιτάς λέξεις γραμμένες στην οθόνη. Όταν αντί να γεμίζεις τα χέρια σου με άμμο, βάζεις στη σειρά τόση χαρτούρα άχρηστη.
Κι όλα αυτά που χάνεις, όλα αυτά που δεν ευχαριστιέσαι, όλα αυτά που δεν μοιράζεσαι γιατί τελικά; Για να γίνεις ένα νούμερο τυπωμένο στο χαρτί. Λες και το νούμερο δεν κρύβει πίσω του μια ζωή. Λες και δεν έχει ψυχή. Όνειρα. Επιθυμίες. Λες και δεν μπορεί να ρουφήξει κάθε δευτερόλεπτο μιας ζωής προσωρινής.
Ένα νούμερο τυπωμένο στο χαρτί. Που το κόβουν από δω, το ράβουν από κει για να το μικρύνουν κι άλλο. Σαν να σου μικραίνουν την ζωή μοιάζει. Εκείνη την πραγματική. Που θα την γέμιζες χαμόγελα. Και στιγμές. Και εικόνες δικές σου. Τόσό δύσκολο μοιάζει πια. Και γίνεσαι λίγοι χαρακτήρες που με ένα τακ-τακ σχηματίζουν πληκτρολόγια. Και γίνεσαι ένας κουρασμένος άνθρωπος που πότε-πότε συναντά ομοίους του. Ίσως λιγότερο κουρασμένους, ίσως περισσότερο. Μόνο για να ξεγελάσουν την κούρασή τους. Σωματική, ψυχική, ποιος νοιάζεται; Κούραση δεν παραμένει;
Κι όλα αυτά για την ευκολία ενός θράσους που σου πιπιλάει το μυαλό με λέξεις. Ευθύνη σου. Υποχρέωσή σου. Το πρέπει που οφείλεις να ικανοποιήσεις. Θες δεν θες. Και τρέχεις. Πάνω-κάτω. Δεξιά-αριστερά. Λες και παίζεις κυνηγητό με τον εαυτό σου. Μα τα πόδια δεν πάνε, δεν προχωράνε. Σαν να σέρνεις μια αόρατη σιδερένια μπάλα. Γιατί θα ξεκλέψεις μια στιγμή και θα σηκώσεις το βλέμμα. Και θα δεις τον χρόνο τον δικό σου, την ζωή την δική σου, που τα δανείζεις, που τα ξεπουλάς να στέκονται στην γωνία και να σου γελάνε κοροϊδευτικά. Και να σου θυμίζουν σε κάθε σου ανάσα πως τελικά χάνεις περισσότερα από όσα κερδίζεις.
Και ξαναβλέπεις τον εαυτό σου ένα νούμερο τυπωμένο στο χαρτί. Που το συζητούν, που το μετράνε και το ξαναμετράνε, το πιέζουν, το ξεζουμίζουν, το απαξιώνουν. Για να σου πιπιλίσουν ξανά το μυαλό λες και σου κάνουν χάρη. Αποφασίζοντας για σένα χωρίς εσένα, ορίζοντας ζωές που δεν τους ανήκουν, αφήνοντάς σε να κυνηγάς τον χρόνο και τον εαυτό σου μέσα στον χρόνο.
Και το καμαρώνουν. Που έφτιαξαν ανθρώπους κουρασμένους. Ανθρώπους αγχωμένους. Ανθρώπους εγκλωβισμένους. Που φροντίζουν για όλα εκτός από τον εαυτό τους. Που βαλτώνουν εαυτούς στο όνομα μιας κρίσης. Στο όνομα μιας έλλειψης εναλλακτικής. Και τους αφήνεις να το περηφανεύονται, την ίδια στιγμή που πολύ θα ήθελες να τους σπάσεις τα μούτρα.
Ένα νούμερο τυπωμένο στο χαρτί. Εγώ, εσύ, όλοι. Για να τελειώσει άλλη μια μέρα και να αναστενάξεις με ανακούφιση. Για να κοροϊδέψεις τον εαυτό σου πως τα κατάφερες. Για να ζήσεις πέντε στιγμές δανεικές ενώ ήταν ολότελα δικές σου.
Είμαι αυτή που κυνηγάει τον χρόνο. Είμαι αυτή που κυνηγάει τον εαυτό της μέσα στον χρόνο. Είμαι εκείνο το νούμερο τυπωμένο στο χαρτί. Μ'ακούς που ουρλιάζω;