Powered By Blogger

2014/06/22

ξανά να..



να σταθώ μια στιγμή
ήρεμη, ακίνητη
να σκεπαστώ μέχρι το κεφάλι
να σφίξω πιο πολύ το μαξιλάρι
να αφουγκραστώ σιωπές
να φέρω μελωδίες στα αυτιά
και να λιώσω μέσα τους
να κλείσω τα μάτια τα χρώματα να δω
να βουλιάξω
και να αναδυθώ ξανά
όπου 
όποτε
όπως
πρέπει να πέσεις πριν μάθεις να περπατάς

κι ό,τι πόνεσε, θα περάσει
κι ό,τι πονάει ακόμα, χαμογέλα του
μικραίνει κάπως σαν του χαρίζεις λίγο από το φως σου
ίσως ο ρόλος του μαχαιριού δεν είναι να κόψει
ίσως να πρέπει απλά να χαράξει
για το θάρρος του βήματος στο παρακάτω
για την στιγμή που θα γίνει δική σου
για το συναίσθημα που θα μοιραστεί σιωπηλά 
λίγο ίδια, λίγο αλλιώς
 
και μετά
ξανά σε καινούργιες διαδρομές
να νιώσω την βροχή στο δέρμα μου
να μυρίσω το ανθισμένο λουλούδι στη γλάστρα
να πλημμυρίσουν τα μάτια με χρώματα και εικόνες και βλέμματα
να γεμίσει και πάλι η ψυχή
και ό,τι άλλαξε να επιστρέψει ξανά
από πριν καλύτερα
από πριν πιο δυνατά 
σαν τον ήλιο του καλοκαιριού
σαν το κύμα που αγγίζει τα πόδια
πρέπει να χαμογελάσεις για να μάθεις να ζεις
πρέπει να μοιραστείς για να μάθεις να αγαπάς

2014/06/16

μεγαλώνω


Μετράω πάλι. Τις διαδρομές. Τους ανθρώπους. Τα συναισθήματα. Τους Ιούνιους. Κι άλλος ένας. Που ακολούθησε άλλον ένα. Κάνω την πρόσθεση. Σαν παιδί που κυλάει τις μπίλιες ενός αριθμητηρίου δεξιά κι αριστερά. Σαν πολλοί να μαζεύτηκαν πια.
Φέτος είναι πιο εύκολο. Να μετράω. Μα και πιο δύσκολο ταυτόχρονα. Να μετράω.  Δεν είναι εύκολο να πετάς. Είναι αδύνατον να ξεχνάς. Ακόμα και να θες. Όλα όσα πέρασαν. Όλους όσους έφυγαν. Όλα όσα είναι ακόμη εδώ. Και θα είναι. Φορτίο του μέσα σου πάντα θα είναι.
Και μετράω Ιούνιους. Και διαδρομές με νίκες μικρές. Διαδρομές με ήττες πολλές. Σε άλλες κέρδισα, σε άλλες νικήθηκα. Μα σηκώθηκα πάλι. Για μια μέρα ακόμα. Για μια μάχη ακόμα. Και πάλι από την αρχή. Ζωή.
Ακυρώνοντας την ασφάλεια εκείνου του σκοτεινού δωματίου. Την όποια ασφάλεια τελικά. Για χρόνια κατ' επιλογήν κρυφτό. Και σαν να ανακαλύπτεις εαυτό ξανά. Και σαν να τον αγγίζεις. Και τον μοιράζεις και σε άλλους. Που τον δέχτηκαν ακριβώς έτσι. Χωρίς τις μάσκες του πρέπει. Παρά τις σκοτεινιές του μυαλού. Άνθρωποι δικοί μου ήταν. Ή έστω έγιναν.
Πρώτη φορά που τα πάντα είναι τόσο καθαρά. Πρώτη φορά που όλα φαίνονται τόσο απλά. Όπως θα έπρεπε να είναι πάντα. Πρώτη φορά που ένας αριθμός πονάει. Που αριθμός και μόνο παραμένει. Στα απλά και στα περίπλοκα. Ακουμπώντας ένα τώρα που μοιάζει να υποδέχεται το μετά. Ταξιδεύοντας σε ένα πριν που παρελθόν έγινε και που πάντα είναι εδώ. Και θα είναι εδώ. Όσο θα υπάρχει ανάσα, θα είναι εδώ.
Μπορεί να φοβάμαι. Και πάλι. Στιγμές μπορεί να μην. Μπορεί να παραμεγάλωσα. Μπορεί να φοβάμαι που παραμεγάλωσα. Και όλα αυτά που έγιναν συνήθεια πια, μου κόβουν την ανάσα. Και όλα αυτά που έμειναν στην γωνιά, μου σφίγγουν τον λαιμό. Θέλει χρόνο ο φόβος. Θέλει θάρρος ο φόβος.
Μπορεί να με τρομάζει που τα συρτάρια φαίνονται άδεια. Στιγμές μπορεί να μην. Μπορεί να φοβάμαι που η ψυχή έχει χώρο ακόμα. Και για άλλο λίγο. Μπορεί τόσο απλά να φοβάμαι. Τον εαυτό μου πιο πολύ από όλους. Και τις αγκαλιές που άδειασαν. Ίσως περισσότερο αυτές που δεν θα γεμίσουν. Τις στιγμές που δεν θα βιωθούν. Τις αναμνήσεις που δεν θα δημιουργηθούν. Τα χαμόγελα που δεν θα μοιραστούν. Τις εικόνες που δεν θα αποτυπωθούν. Μα κι αν δεν, όλα είναι εντός. Γράφουν. Χαράζουν. Κοιμούνται. Και ξυπνάνε ξανά. Και υπενθυμίζουν πως όλα είναι μπροστά. Ένα μικρό σπρώξιμο για να σε κάνουν να τα αγγίξεις. Ένα τόσο δα χρειάζεται. Για να τα μοιράσεις ξανά. Ζωή σημαίνει μοιράζομαι.
Το έμαθα καλά. Μου το έμαθαν καλά. Μέσα από μελωδίες διαπεραστικές. Μέσα από μπουμπούκια που μεγαλώνουν κι ανθίζουν. Στα λόγια τα μικρά. Στις πράξεις τις μεγάλες. Κάτω από έναν ουρανό γαλάζιο. Κάτω από μια νύχτα που φώτιζαν τα αστέρια. Έξω από την πόλη. Μέσα στην πόλη. Σε μια παραλία. Σε μια ταράτσα. Όπως. Όπου. 
Χαμογελώ. Και μου χαμογελάνε. Ανακαλύπτω και ανακαλύπτομαι. Επαναπροσδιορίζω και επαναπροσδιορίζομαι. Αγαπώ. Αγγίζω. Ζω.
Μεγαλώνω. Στιγμές γλυκαίνω. Άλλες σκληραίνω.
Στιγμές βυθίζομαι. Άλλες βγαίνω στην επιφάνεια.
Στιγμές θυμώνω. Άλλες γαληνεύω.
Στιγμές αφήνομαι. Άλλες αμύνομαι.
Είμαι εγώ. Είμαι εδώ. Έτσι απλά. Στιγμές όχι και τόσο.
Μείνε. Δίπλα μου. Όσο θες. Όσο μπορείς. Όσο αντέχεις. Όσο θες να μπορείς να με αντέχεις. 
Κι έλα να περπατήσουμε μαζί. Σιωπηλά. Ή όχι και τόσο. Απλά έλα να περπατήσουμε αυτή την διαδρομή. Και άλλη μία. Και την επόμενη. Και όσες.
Χαμογελώ. Στις παρουσίες δίπλα. Για τις παρουσίες δίπλα.
Για ένα. Σε ένα. Πριν. Τώρα. Αύριο.
Μεγαλώνω.
Μοιράζομαι.
Ζω.

2014/06/08

νούμερο στο χαρτί

Χαμένος χρόνος. Σαν έτσι να μοιάζει. Τόσος που αν τον μαζέψεις όλο μαζί, φτιάχνεις μια ολόκληρη ζωή. Από εκείνη που μοιάζει πραγματική μόλις λίγες στιγμές μέσα στην ημέρα σου, την εβδομάδα σου, τον μήνα σου... Που τα σπρώχνεις να πάνε λίγο παρακάτω μήπως και ζήσεις μια στιγμή, ένα πρωί, ένα μεσημέρι, ένα βράδυ έτσι απλά και όμορφα σαν να είναι πραγματικά δικά σου.
Για το τι τελικά; Για να κυνηγήσεις τι; Μια φιλοδοξία; Ένα όνειρο; Την ψευδαίσθηση μιας από χέρι χαμένης δημιουργικότητας που ικανοποιητική μόνο στα δικά σου μάτια μοιάζει τελικά. Όχι. Έπαψε από καιρό να είναι όλα αυτά. Μόνο ένα ανελέητο κυνηγητό είναι. Με τον χρόνο. Τις υποχρεώσεις. Με ένα πρέπει. Με εκείνο τον κόμπο στο στομάχι που ανεβαίνει σιγά-σιγά και σε πνίγει στον λαιμό. Άγχος μου είχαν πει ότι λέγεται κι εγώ δήλωνα πως δεν θα πέσω στην παγίδα του. Δεν ήξερα τότε. Δεν φανταζόμουν το μετά.
Και τόσος χρόνος να γλιστράει μέσα από τα χέρια σου. Που τον κυνηγάς μα τελικά σε προσπερνάει. Και τον κοιτάς στα μάτια. Και τον έχεις δίπλα σου. Μα ούτε που τον αγγίζεις. Δεν τολμάς. Δεν αντέχεις. Και το αισθάνεσαι πως είναι λάθος. Να το αλλάξεις δεν μπορείς. Γιατί εγκλωβίζεσαι. Σε δωμάτια μικρά. Με φως τεχνητό όταν έξω έχει μια λιακάδα ονειρεμένη. Όταν αντί για το γαλάζιο του ουρανού, κοιτάς λέξεις γραμμένες στην οθόνη. Όταν αντί να γεμίζεις τα χέρια σου με άμμο, βάζεις στη σειρά τόση χαρτούρα άχρηστη. 
Κι όλα αυτά που χάνεις, όλα αυτά που δεν ευχαριστιέσαι, όλα αυτά που δεν μοιράζεσαι γιατί τελικά; Για να γίνεις ένα νούμερο τυπωμένο στο χαρτί. Λες και το νούμερο δεν κρύβει πίσω του μια ζωή. Λες και δεν έχει ψυχή. Όνειρα. Επιθυμίες. Λες και δεν μπορεί να ρουφήξει κάθε δευτερόλεπτο μιας ζωής προσωρινής. 
Ένα νούμερο τυπωμένο στο χαρτί. Που το κόβουν από δω, το ράβουν από κει για να το μικρύνουν κι άλλο. Σαν να σου μικραίνουν την ζωή μοιάζει. Εκείνη την πραγματική. Που θα την γέμιζες χαμόγελα. Και στιγμές. Και εικόνες δικές σου. Τόσό δύσκολο μοιάζει πια. Και γίνεσαι λίγοι χαρακτήρες που με ένα τακ-τακ σχηματίζουν πληκτρολόγια. Και γίνεσαι ένας κουρασμένος άνθρωπος που πότε-πότε συναντά ομοίους του. Ίσως λιγότερο κουρασμένους, ίσως περισσότερο. Μόνο για να ξεγελάσουν την κούρασή τους. Σωματική, ψυχική, ποιος νοιάζεται; Κούραση δεν παραμένει; 
Κι όλα αυτά για την ευκολία ενός θράσους που σου πιπιλάει το μυαλό με λέξεις. Ευθύνη σου. Υποχρέωσή σου. Το πρέπει που οφείλεις να ικανοποιήσεις. Θες δεν θες. Και τρέχεις. Πάνω-κάτω. Δεξιά-αριστερά. Λες και παίζεις κυνηγητό με τον εαυτό σου. Μα τα πόδια δεν πάνε, δεν προχωράνε. Σαν να σέρνεις μια αόρατη σιδερένια μπάλα. Γιατί θα ξεκλέψεις μια στιγμή και θα σηκώσεις το βλέμμα. Και θα δεις τον χρόνο τον δικό σου, την ζωή την δική σου,  που τα δανείζεις, που τα ξεπουλάς να στέκονται στην γωνία και να σου γελάνε κοροϊδευτικά. Και να σου θυμίζουν σε κάθε σου ανάσα πως τελικά χάνεις περισσότερα από όσα κερδίζεις.
Και ξαναβλέπεις τον εαυτό σου ένα νούμερο τυπωμένο στο χαρτί. Που το συζητούν, που το μετράνε και το ξαναμετράνε, το πιέζουν, το ξεζουμίζουν, το απαξιώνουν. Για να σου πιπιλίσουν ξανά το μυαλό λες και σου κάνουν χάρη. Αποφασίζοντας για σένα χωρίς εσένα, ορίζοντας ζωές που δεν τους ανήκουν, αφήνοντάς σε να κυνηγάς τον χρόνο και τον εαυτό σου μέσα στον χρόνο.
Και το καμαρώνουν. Που έφτιαξαν ανθρώπους κουρασμένους. Ανθρώπους αγχωμένους. Ανθρώπους εγκλωβισμένους. Που φροντίζουν για όλα εκτός από τον εαυτό τους. Που βαλτώνουν εαυτούς στο όνομα μιας κρίσης. Στο όνομα μιας έλλειψης εναλλακτικής. Και τους αφήνεις να το περηφανεύονται, την ίδια στιγμή που πολύ θα ήθελες να τους σπάσεις τα μούτρα.
Ένα νούμερο τυπωμένο στο χαρτί. Εγώ, εσύ, όλοι. Για να τελειώσει άλλη μια μέρα και να αναστενάξεις με ανακούφιση. Για να κοροϊδέψεις τον εαυτό σου πως τα κατάφερες. Για να ζήσεις πέντε στιγμές δανεικές ενώ ήταν ολότελα δικές σου. 
Είμαι αυτή που κυνηγάει τον χρόνο. Είμαι αυτή που κυνηγάει τον εαυτό της μέσα στον χρόνο. Είμαι εκείνο το νούμερο τυπωμένο στο χαρτί. Μ'ακούς που ουρλιάζω;

2014/06/01

καλοκαιριού αρχή

Χωρίς αν. Μόνο πού και πότε. Και φτιάχνεις στα ξαφνικά μια μέρα από εκείνες που θα έλεγες πραγματικά καλές. Από εκείνες που σχηματίζουν χαμόγελα. Σαν αυτό που σου χαρίζουν απλόχερα. Τόσο μαγικά οικείο από την πρώτη στιγμή που το αντίκρυσες. Και που στο χαρίζουν το ίδιο αυθεντικά κάθε φορά. Στα εύκολά σου, στα δύσκολά σου, στα όλα σου.
Ήταν μια καλή μέρα. Μια ταράτσα, δυο σκιές γυναικείες, καφές κι εγώ να κοιτάω τον ήλιο πίσω από τα σκούρα τζάμια των γυαλιών μου. Και να μου ανακατεύει τα μαλλιά ένα αεράκι. Αυτό που τόσο μου αρέσει γιατί πάντα μου δίνει την αίσθηση της ελευθερίας. Αυτή που τόσο κοντά της έρχομαι μα δεν μπορώ να αγγίξω.
Δεν ξέρω αν χαμογελούσα απέξω μου. Σίγουρα όμως χαμογελούσα από μέσα μου.
Για το βλέμμα στο διπλανό κάθισμα. Επειδή υπάρχει κι επειδή ήταν εκεί. Και για κάποια άλλα που δεν ήταν εκεί αλλά ήταν κιόλας. Και ανάμεσα στις κουβέντες όλες συνειδητοποιείς. Τον χρόνο που πέρασε, τις στιγμές που μοιράστηκες, τις αναμνήσεις που έφτιαξες, τις σχέσεις που έχτισες. Τόσο απλά. Τόσο υπέροχα απλά. Που άνθρωποι διαφορετικοί μοιράζονται επιθυμίες τόσο ίδιες. Και απλές. Και τόσο μα τόσο αληθινές. Σαν το γαλάζιο του ουρανού πάνω από το κεφάλι μου. 
Δεν ξέρω αν χαμογελούσα απέξω μου. Δεν ξέρω τελικά αν ένα και μόνο χαμόγελο αρκεί. Για να πεις ένα ευχαριστώ στους ανθρώπους της ζωής σου. Που σε ακούνε. Που σε καταλαβαίνουν. Που σε (υπο)στηρίζουν. Που θα σου δώσουν την διέξοδο μιας ελευθερίας. Έστω στιγμιαίας. Εκεί, σε μια ταράτσα στο κέντρο της Αθήνας. Κοιτώντας τον ήλιο πίσω από σκούρα τζάμια. Διώχνοντας τα μαλλιά σου από τα μάτια που ένα αεράκι έφερε εκεί. Φτιάχνοντας ένα χαμόγελο στο πρόσωπό σου όταν λίγο πριν δεν ήθελες καθόλου. Δίνοντάς σου ένα κίνητρο να αντέξεις την καθημερινότητα. Ξυπνώντας μέσα σου μια αισιοδοξία που νόμιζες απούσα.
Ήταν μια καλή μέρα. Μία από τις πολλές ενός καλοκαιριού που έρχεται. Η πρώτη από τις πολλές ενός καλοκαιριού που έρχεται. Με διαδρομές που θα διανυθούν. Με εικόνες που θα αποτυπωθούν. Με χαμόγελα που θα σχηματιστούν. Με στιγμές που θα μοιραστούν. Απλά. Τόσο μαγικά απλά. Όπως πλέον συνήθισες.
Δεν ξέρω αν χαμογέλασα απέξω μου. Ή αν χαμογέλασα αρκετά. Ξέρω ότι για κάτι τέτοιες μέρες οφείλεις να πεις ευχαριστώ. Που υπάρχουν. Και τις ζεις. Τόσο απλά. Τόσο υπέροχα. Τόσο αληθινά.