Powered By Blogger

2015/11/15

θυμάσαι τότε;

θυμάσαι τότε;

που συναντήθηκαν τα βλέμματα

που μοιράστηκαν οι σκοτεινιές

που βγήκαν οι ψυχές κι ακούμπησαν σε ένα τραπέζι να ξεκουραστούν

που πνίγηκαν τα αδιέξοδα όλα σ’ ένα ποτήρι

(ή και δύο, ή και όσα)

 

θυμάσαι τότε;

που η αγάπη έγινε μονόδρομος

που οι ζωές γέμισαν φως, αστέρια και ουρανό

που το να νοιάζεσαι σχημάτισε χαμόγελα

που ενώθηκαν οι ζωές

 

θυμάσαι;

που οι διαδρομές ήταν ο μόνος προορισμός

που μοιράστηκαν τα μικρά γιατί τελικά ήταν μεγάλα

που δόθηκαν τα λίγα γιατί τελικά ήταν πολλά

κι οι παρενθέσεις πήραν οριζόντια μορφή

 

θυμάσαι;

που οι λέξεις ήταν περιττές

που οι σιωπές κουβέντιαζαν με τα βλέμματα

(πόσα είπαμε Θεέ μου)

που οι μουσικές γέμιζαν τον χρόνο

που τα κεφάλια ακούμπησαν σε ώμους ξένους

 

θυμάσαι τότε;

που μικρές διαδρομές διανύθηκαν, περπατήθηκαν, αγαπήθηκαν

που τα χρώματα μπλέχτηκαν μεταξύ τους

που οι ανάσες βρήκαν τον ρυθμό τους

που τα χαμόγελα ήταν ό,τι πιο αληθινό

 

θυμάσαι τότε;

που άνθρωποι δικοί μας πήραν στροφές άλλες

που μεγάλωσαν οι αποστάσεις μα δεν μίκρυνε η αγάπη

που οι παρενθέσεις άλλαξαν θέση

 

κάποιες λέξεις δεν έχουν συνώνυμα

κάποιες στιγμές δεν σβήνονται

κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν αντικαταστάτες

κι οι (κοινές) ζωές δεν διαγράφονται

 

θυμάσαι τότε;

 

(κάποτε θα γκρεμίσουμε τους τοίχους που χτίσαμε)

(κάποτε θα ξαναβρεθούμε)

(εκεί)

2015/11/09

χαμ(ω/ο)γέλα

σαν να τρέχω αγώνα δρόμου

και να τερματίζω τελευταία

 

σαν κάτι να αλλάζει

σαν κάτι να χάνω

σαν το εγώ να μην είναι και τόσο εγώ πια

 

μα πάντα εξακολουθώ να σχηματίζω καμπύλες στο χαρτί

να κλείνω τα μάτια

και να τα ξανανοίγω πάλι

 

το βλέμμα ψηλά

στο μπλε

 

κι έπειτα μια ανάσα

 

πάμε πάλι

χαμογέλα



γέλια, βλέμματα, άνθρωποι (δικοί μου)

παρουσίες, απουσίες, αποστάσεις

όλα στον πάτο του ποτηριού καταλήγουν

 

(βάλε με στη πρίζα)

2015/10/25

απογείωση

Από εκείνες τις μέρες. Που παρακαλάς εκείνο το βαγόνι του μετρό να μην έρθει πριν εσύ το ζητήσεις. Εις μάτην. Δεν αλλάζει μέτρημα ο χρόνος επειδή έτσι το θες εσύ.

Κι εκείνος ο θόρυβος κάθε που κλείνουν οι πόρτες να σε καρφώνει στην καρδιά. Τόσο απλά. Μπαμ και τελείωσες. Εις μάτην. Μακάρι να ήταν τόσο απλό.

 

Κι έπειτα λίγες στιγμές δανεικές μήπως και γεμίσουν οι ψυχές. Μα οι τρύπες δεν μπαλώνονται. Μόνο μεγαλώνουν.

 

Όλα εδώ είναι.

Όλα εδώ δεν θα είναι.

Υπέρμετρη αισιοδοξία.

Ξεκάθαρος ρεαλισμός.

Όλα ειπώθηκαν. Όλα χαρακτηρίστηκαν. Κι όλα στο ίδιο σημείο καταλήγουν.

 

Κι έπειτα μια διαδρομή. Την είπα τελευταία. Έτσι την ένιωσα.

Μόνη σωτηρία εκείνη η ταχύτητα. Που έκανε τον αέρα να με παίρνει μαζί του. Κι εκείνη η εικόνα των δαχτύλων. Μπλεγμένων πάνω στον λεβιέ των ταχυτήτων.

Όσο πιο γρήγορα, τόσο καλύτερα. Προτιμότερο δεν είναι; Το τσιρότο μια κι έξω τραβιέται. Να μην υποφέρει το δέρμα.

 

Όλα εδώ είναι. Κι ένα άγγιγμα στο μέρος της καρδιάς. Για όσα απλόχερα μοιράστηκαν. Κι όταν οι φιγούρες απομακρύνονται, ξεθωριάζουν και χάνονται πάλι όλα εδώ είναι. Κι ένα τσίμπημα στο μυαλό να σου μιλάει για όσα δεν πρόλαβαν να μοιραστούν.

 

Μια λευκή γραμμή στον ουρανό. Ένα φωτεινό σημάδι που ξεχώρισε μέσα από τα σύννεφα. Κι ο χρόνος γέμισε αποσιωπητικά.

Η σιωπή ξέρει. Δεν θα πει ποτέ μα πάντα θα ξέρει.

 

Δεν θέλει πολύ. Μια απογείωση κι η ψυχή θα ταξιδέψει.

Προσδέσου Αγγελικάκι.

2015/09/23

μιας Πέμπτης


''πρόσεξε το σώμα αυτό είναι δειλό, διπλώνεται

αναγνωρίζεται, νερό και χώμα είναι πηλός

πληγώνεται

τα χέρια σου να’ναι λεπτά, τα ψεύδη σου αναιμικά

ορκίζεσαι

γυμνές εικόνες, ενοχές

άγριες απότομες στροφές

βυθίζεσαι, βυθίζεσαι

κοίταξε το σώμα τούτο στον σταυρό καρφώνεται,

μετεωρίζεται, σαν φρίκη στο αίμα ο χαμός

απλώνεται

είμαι απόγνωση, θυμός

μια καταχνιά σ’έναν γκρεμό

που κρύβεσαι

ήρθα κοντά σου απ’τις σκιές

σαν φάντασμα δίχως χαρές


συντρίβομαι, συντρίβομαι''





 

περί βυθισμάτων

περί συντριβών

περί απότομων στροφών….

2015/08/26

βεράντες

Να’μαι πάλι. Να μιλάω για μικρές στιγμές. Από εκείνες που με κάνουν να χαμογελάω.

Να’μαι πάλι. Να νιώθω τις μικρές στιγμές. Εκείνες που πάντα θα κουβαλάω μέσα μου.

 

Δεν θέλω πολυκοσμία απόψε. Ούτε και βόλτα στη φασαρία. Μόνο να ξεκουραστώ για λίγο εδώ.

Χωρίς λέξεις.

Δίχως όλα αυτά που έχουμε πει και ξαναπεί εκατομμύρια φορές.

Φτάνει πια.

Θέλω μόνο αυτή την απλή στιγμή.

Δίπλα στη γλάστρα με το γιασεμί που τόσο λατρεύω να μυρίζω. Το ξέρεις.

Με το βλέμμα κολλημένο στα φωτεινά σημάδια που φρόντισες να ανάψουν για μένα.

Με τα αυτιά μου να γεμίζουν με τις μουσικές που ξέρεις ότι αγαπάω.

Απλά και όμορφα.

 

Τι ώρα είναι; Μα και να το μάθω, τι σημασία έχει;

Εγώ και πάλι την στιγμή θα κρατήσω. Κι εκείνο το αεράκι που κάνει το δέρμα μου να ανατριχιάζει. Και την ανάσα στη διπλανή καρέκλα. Κι εκείνο το αίσθημα της πληρότητας κάθε που τα κορμιά έρχονται κοντά.

Έτσι κι αλλιώς ο χρόνος χάνεται. Τώρα, αυτή την στιγμή που σου μιλάω ο χρόνος μας μικραίνει. 

Να τον μοιραστούμε πριν να είναι αργά.

Πρέπει.

Θέλω.

 

Ας ανακατέψουμε τις λέξεις. Να μην είμαι σίγουρη για το τι, για τον χρόνο, για τον λόγο.

Ας ανακατέψουμε τις στιγμές. Να γίνει το τώρα πριν και το αύριο τώρα.

Όλη μου η αλήθεια κρυμμένη σε μια στιγμή.

Σε αυτή την στιγμή.

Και σε όλες τις στιγμές.

Στα αστέρια που με αφήνεις να μετράω κι ας το θεωρείς χαζό.

Στα μπλεγμένα δάχτυλα.

Στο άγγιγμα μιας πλάτης.

Στην ανάσα που με χτυπάει στον λαιμό.

 

Είναι όμορφα έτσι.

Είναι όμορφα εδώ.

 

Λίγες λέξεις για ένα ευχαριστώ.

Και για ένα συναίσθημα που έγινε λέξη.

 

Όλα εκεί είναι.

Όλα εδώ είναι.


Στις βεράντες που μοιραστήκαμε μια στιγμή.

2015/07/05

βόλτα



Στη θέση του συνοδηγού. Πολύς καιρός πέρασε από την τελευταία φορά και σαν λίγο να μου έλειψε. Αυτή η αίσθηση της ελευθερίας να παρατηρώ. Την άσφαλτο μπροστά μου, τα άλλα αυτοκίνητα, το πώς σπάνε το σκοτάδι τα φώτα του δρόμου.

Κατεβάζω το παράθυρο. Να με φυσήξει αέρας. Κι ας μου ανακατεύει τα μαλλιά. Με κοιτάς και χαμογελάς. Νομίζεις πως δεν σε βλέπω. Και χαμογελάς ακόμα. Επειδή ξέρεις πόσο μου αρέσει ο αέρας. Σαν να μου δίνει πίσω όλες τις ανάσες που έχω χάσει.

 

Μια βόλτα να με πας. Από εκείνες που έλεγες πως μου χρωστάς. Να μετράμε τα χιλιόμετρα. Να ανασαίνουμε παρέα. Να παίζει στο cd τραγούδια που αγαπάμε. Να μη χρειάζεται να μιλάμε γιατί όλα πια τα έχουμε πει. Τώρα είναι η στιγμή για να ζήσουμε. Να φτιάξουμε στιγμές δικές μας. Να μη τις ξέρει κανείς άλλος. Σαν να είναι το μυστικό μας.

 

Μια βόλτα να με πας. Μη με ρωτάς πού. Πες μου πάμε και θα σου πω φύγαμε. Λίγο με νοιάζει ο προορισμός. Το ταξίδι θέλω. Αυτό που διανύεται αυτή την στιγμή. Με όλες τις εικόνες που μου χαρίζει. Με όλους τους ήχους που ντύνουν τις στιγμές. Με τα απλά. Και τα περίπλοκα. Όπως εσύ. Όπως εγώ.

 

Το ταξίδι θέλω. Πότε στη θέση του συνοδηγού, πότε πίσω από το τιμόνι. Να εναλλάσσονται οι ρόλοι. Να μη στριμώχνονται οι ψυχές. Μη με ρωτάς πού τερματίζει η διαδρομή. Αδιαφορώ. Μα όσο θα έχω λόγους για χαμόγελα, θα τη διανύω. Και θα κλείνω τα μάτια μου να κρατήσω τις στιγμές. Έτσι δεν κάνω πάντα;

 

Δες με που χαμογελάω. Κοίτα με πώς σου χαμογελάω. Πώς χαμογελάω σε όσους είναι κοντά. Δεν το περίμενες, έτσι; Πάμε αυτό το ταξίδι και μη με ρωτάς περισσότερα. Μη προσπαθείς καν να με ερμηνεύσεις. Απλά μη.

Άσε τις στιγμές να γεμίζουν το τώρα. Άφησέ με να γίνω ένα με τον αέρα από το κατεβασμένο παράθυρο. Άσε με να δυναμώσω τη μουσική. Να βυθιστώ μέσα της. Να σηκώνω το κεφάλι στον ουρανό γιατί έτσι ανασαίνω εγώ. Να σε κοιτάω δίχως να έχω κάτι να πω. Άσε με να τα κάνω όλα αυτά. Μη μου τα στερήσεις. Δεν θα σου στερήσω τίποτα. Θα σε κοιτάζω όπως έχεις ανάγκη. Ακριβώς όπως το διεκδικείς. Θα είμαι δίπλα. Να σου κρατάω το χέρι. Ακριβώς όπως ξέρεις ότι μπορώ.

Λίγο εσύ, λίγο εγώ και θα το περπατάμε αυτό το ταξίδι. Παρέα.

Πάμε; Είναι όμορφα στον κόσμο μου, θα δεις. Είναι ήρεμα εδώ. Είναι παράξενα εδώ. Κι έλα να βρεις ένα χαμόγελο που σου’χω κρύψει κάτω από το σεντόνι.

 

Δυνάμωσε αυτό το τραγούδι. Μου αρέσει πολύ. Πρόσεξε τους στίχους. Ακούς;

Ψιθύρισέ τους.

 

Έτσι κι η μεγάλη λέξη. Ακούγεται καλύτερα σαν την ψιθυρίζεις. Μη τη λες. Μη τη φωνάζεις. Ψιθύρισέ την. Στην ψιθυρίζω. 

Ακούς;

Μ’ακούς;


Έλα να πάμε μια βόλτα μαζί.


(Να μου μιλάς σιγανά στ'αυτί γιατί σ'ακούνε την νύχτα αυτή
παλιά μου όνειρα που χρόνια είχαν κρυφτεί)


2015/06/21

XXXVI

Ήρθε πάλι. Όπως κάθε χρόνο. Σαν προγραμματισμένο ραντεβού στο οποίο οφείλω να είμαι πάντα συνεπής. Εκείνη η συγκεκριμένη ημέρα που εγώ μεγαλώνω κι από λίγο.


Με κοιτάζω στον καθρέφτη. Περιέργως, από την άλλη πλευρά με κοιτάζει ακόμα εκείνο το μικρό κορίτσι που βιαζόταν τόσο να μεγαλώσει. (Και τι κατάλαβες;) Εκείνο το μικρό κορίτσι είμαι εγώ. Κι η γυναίκα που το κοιτάζει στον καθρέφτη είμαι και πάλι εγώ. Σαν να μη πέρασε στιγμή. Σαν να μην μεγάλωσα καθόλου. Και το τώρα είναι η στιγμή που το κορίτσι κι η γυναίκα συναντιούνται. Η μία για να σου πει για αυτά που ονειρεύεται, η άλλη για να σου πει για αυτά που έζησε. Κι οι δυο για το ίδιο πράγμα θα σου πουν – για στιγμές, για ανάσες, για αγάπη.

 

Ένα τέτοιο καλοκαιρινό βράδυ, στέκομαι σε μια ταράτσα της Αθήνας. Μπλε πάνω από το κεφάλι μου. Μουσικές γεμίζουν τα αυτιά μου. Όλα όσα χρειάζομαι είναι εδώ. Κι όλοι όσοι αγαπώ είναι εδώ. Παρόντες και μη. Κι είναι μια μικρή ευτυχία τούτη ακριβώς την στιγμή να αισθάνομαι τόσο γεμάτη. Κι είναι ακόμη μεγαλύτερη ευτυχία να αισθάνομαι πως αξιώθηκα για τόση αγάπη.

 

Χαμογελώ. Μέσα μου και έξω μου. Άλλωστε, αυτοί που μ’ αγαπάνε έτσι με προτιμούν.


Το ταξίδι συνεχίζεται.

2015/05/24

απρόβλεπτα

Ανοίγω τα μάτια. Λίγο χρόνο θέλω. Λίγο. Σαν να τον χρειάζομαι για να συνειδητοποιήσω την αλλαγή. Του χώρου, της στιγμής, περισσότερο εκείνη που συμβαίνει μέσα μου.

Ψάχνω. Το λάθος ή το σωστό. Το πρέπει και την επιθυμία. Ποιο είναι πιο δυνατό από το άλλο.

Με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι να αναρωτιέμαι. Αν προστάτευσα τον εαυτό μου ή αν τελικά τον έστειλα άοπλο στη μάχη. Για να ηττηθεί. Πολύς καιρός πέρασε κι εγώ κουράστηκα να πολεμάω.

 

Είναι στιγμές που κάτι σε νικάει. Μεγαλύτερο από μένα, από σένα κι από όλους. Κι ορμάς. Στο αβέβαιο. Στο ρίσκο. Αυτό είναι η ζωή θα μου πεις. Ένα ατελείωτο ρίσκο. Κι όλες οι ασπίδες ριγμένες στο πάτωμα. Από το δικό μου το χέρι.

Ανάσα βαθιά. Κι εκείνο το τραγούδι που έπαιζε σε λούπα για πολλή ώρα. Τώρα ξέρω πώς θα τη θυμάμαι αυτή τη στιγμή. Κάθε φορά που θα πατάω το play θα τη θυμάμαι.

 

Κλείνω τα μάτια. Σφίγγω τις γροθιές μου και παρακαλάω να μη χρειαστεί να πολεμήσω κι άλλο. Μια φορά, μια στιγμή να πάψουν οι σκέψεις. Θα μου αρκούσε. Να μείνουν ακίνητα όλα. Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει.

Στιγμές που καίνε με συναισθήματα παγωμένα. Σε μια γωνία, η ψυχή κοιτάει το κορμί. Σαν να μην είμαι εγώ. Σαν να μην είμαι εδώ. Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει.

 

Παίζω με τις πιθανότητες. Ίσως μια καινούργια διαδρομή. Ίσως απλά μια βόλτα σύντομη. Ίσως πρώτη φορά που το μυαλό δεν πάει παραπέρα από το τώρα. Από τούτη εδώ την στιγμή. Που όλα είναι αβέβαια. Ίσως πρώτη φορά που αδιαφορώ για τον έλεγχο που χάθηκε.

 

Η νύχτα απλώνεται μπροστά μου κι εγώ ψάχνω τις διαλυμένες μου άμυνες σε έναν μαύρο ουρανό. Και σε τόσες βαθιές ανάσες που μονίμως ξεχνάω να πάρω. Καμιά φορά η ασφάλειά σου βρίσκεται σε ό,τι δεν μπορείς να αγγίξεις. Ας είναι που έτσι είναι.


Επιστρέφω. Στα οικεία. Κάπως αλλαγμένη. Κάπως γεμάτη. Κάπως κενή.

Πατάω το play. Να επιστρέψουν κι οι στιγμές.

Σχεδόν παραδομένη. Σχεδόν ήρεμη. Σχεδόν ολόκληρη.


Λίγο νικημένη. Λίγο κερδισμένη.

Και λίγα από τα κομμάτια μου παρατημένα σε κάποια γαλάζια σεντόνια.


 

2015/02/15

τίποτα

κλείσε τα παράθυρα

τίποτα

σβήσε τα φώτα

τίποτα

κι άσε με εκεί απλά να αναπνέω

το τίποτα

 

κινήσεις δειλές

τίποτα

κι εκείνο το χαμόγελο που κοιτάς στον καθρέφτη

τίποτα

μια παράσταση ακόμα

τίποτα

 

τόσες λέξεις

τίποτα

και τόσες στιγμές

πάλι τίποτα

εικόνες, μελωδίες, σιωπές

τίποτα

 

και το βλέμμα που πέφτει δίπλα

τίποτα

κι ό,τι άγγιξες

τίποτα

όσα μοιράστηκες

τίποτα

συναισθήματα

για το τίποτα

 

οι μέρες που κυλάνε

τίποτα

και το βύθισμα στο κενό

τίποτα και πάλι

τόσος δρόμος ανοιχτός ή κλειστός

τίποτα

 

ίσως αν αντέχεις, να έρθεις να με βρεις

στο τίποτα

 

όσο και να γεμίζει το τίποτα

πάλι τίποτα θα μένει

2015/01/18

απότομα

Δέκα χρονών παιδί ήμουν. Κλεισμένο στο ροζ δωμάτιό του. Στην ασφάλεια που άλλοι του πρόσφεραν. Όπως υποτίθεται ότι πρέπει να συμβαίνει σε αυτή την ηλικία.

Δέκα χρονών παιδί ήμουν. Μέχρι που ήρθε εκείνο το χαστούκι που με εκσφενδόνισε στον κόσμο των μεγάλων. Απότομα. Καθόλου έτοιμη δεν ήμουν γι’αυτό.

Απότομα. Από το ροζ δωμάτιο σε λευκά δωμάτια. Σε λευκούς διαδρόμους όπου άνθρωποι ξεκούραζαν τα βάσανά τους. Που γκρίνιαζαν, αγκομαχούσαν, καμιά φορά φώναζαν. Τους κοιτούσα. Κι έπειτα εσένα. Σε τίποτα δεν σου έμοιαζαν.

Δύο χρόνια. Πήγαινε-έλα. Στα λευκά δωμάτια. Που σε επισκεπτόμουν έτσι απλά σαν να ήσουν μια ξένη. Για να σου φέρουμε όσα χρειαζόσουν. Απλά πράγματα, καθημερινά. Κι ερχόμουν. Σε έβλεπα, σου χαμογελούσα, ορμούσα να σ’αγκαλιάσω. Πολύ μου είχες λείψει. Και την άνοιγες την αγκαλιά σου να με κλείσεις μέσα. Σαν να ήξερες. Που μάλλον ήξερες. Την άνοιγες. Κι ας πονούσαν τόσο τα χέρια σου από τις βελόνες που σου έχωναν με βιασύνη όλοι εκείνοι οι άνθρωποι με τις άσπρες ποδιές. Τους μισούσα. Πόσο τους μισούσα. Όσο τέλος πάντων μπορεί να μισήσει ένα παιδί. Σαν να έφταιγαν εκείνοι που δεν σε είχα κοντά μου. Σαν να το έκαναν επίτηδες που σε πονούσαν.

Κι ερχόμουν. Να σε δω. Να με δεις. Να με ρωτήσεις πώς τα πηγαίνω στο σχολείο. Αν είμαι καλό παιδί. Αν φροντίζω να μη στενοχωρώ τον μπαμπά. Αν μαζεύω το δωμάτιό μου. Αν κατάφερα να μάθω να δένω σφιχτά τα κορδόνια των παπουτσιών μου.

Και μ’αγκάλιαζες. Και σε έσφιγγα. Τόσο πολύ που κοβόταν η ανάσα μας. Μα η ώρα πέρναγε γρήγορα. Τόσο γρήγορα που έμοιαζε σαν μόλις λίγα δευτερόλεπτα. Αυτή η σιχαμένη η ώρα. Τώρα που μεγάλωσα θα την έλεγα γαμημένη κι ας ξέρω πως σε πειράζει όταν βρίζω. Και μ’έπαιρνε απ’το χέρι ο μπαμπάς για να φύγουμε. Η παιδική μου αφέλεια μ’έκανε να νιώθω πως αν γύριζα την πλάτη μου για να φτάσω στην πόρτα, σήμαινε ότι γυρίζω την πλάτη μου σε σένα. Κι όταν έφτανα εκεί, έκανα μια απότομη στροφή να σε κοιτάξω. Για να σε δω να με χαιρετάς κουνώντας μου το χέρι. Για να δω το βλέμμα σου. Θεέ μου εκείνο το βλέμμα. Που χώραγε μέσα του όλη την αγάπη του κόσμου. Και με κοιτούσες. Δεν ήθελα να φύγω. Κι ενώ όλα ούρλιαζαν μέσα μου, δάκρυ δεν είδες πάνω μου. Θυμόμουν αυτό που μου έλεγαν όλοι. ‘’Να μη την στενοχωρείς τη μαμά’’. Τα φύλαξα όλα για μετά. Που θα γυρνούσα πίσω στο ροζ δωμάτιο και θα μούσκευα το μαξιλάρι μου όταν κανείς δεν θα με έβλεπε. Από τότε ήξερα να το κάνω αυτό καλά.

 

Δύο χρόνια μετά. ‘’Μη το πούμε στο παιδί’’. Βράδυ ήταν όταν έτσι είπες του μπαμπά. Μα το παιδί ήξερε. Πως τα πράγματα δεν ήταν απλά. Πως κάτι έτρεχε. Που δυστυχώς δεν ήταν δυνατό να το διορθώσω με μια συγνώμη. Ή με μια αγκαλιά. Ή μ’ένα χαμόγελό μου.

Κι έτσι επέστρεψες. Σε ένα άλλο λευκό δωμάτιο. Και βάλαμε την τύχη σου στα χέρια ενός άλλου ανθρώπου. Από εκείνους με τις άσπρες ποδιές.

Δεν ήθελαν να με αφήσουν να έρθω. Λες κι υπήρχε τίποτα στον κόσμο που θα με εμπόδιζε να είμαι εκεί. Για λίγες στιγμές μόνο πρόλαβα να σε δω. Την ώρα που σου φορούσαν εκείνο το άσπρο σκουφάκι. Σε κοίταζα. Αστειεύτηκες πως μοιάζεις με παγωτατζή. Χαμογελάσαμε.

Με το ζόρι ξέμπλεξαν το χέρι μου απ’το δικό σου όταν σ’έπαιρναν. ‘’Θα σας δω μετά’’ είπες. ‘’Μη μ’αφήσεις, σ’αγαπάω’’ ήθελα να σου πω μα δεν έβγαινε η φωνή. Σαν να το άκουσες. Με κοίταξες με εκείνο το βλέμμα πάλι. Θεέ μου εκείνο το βλέμμα. Που χώρεσε ξανά μέσα του όλη την αγάπη του κόσμου.

‘’Θα σας δω μετά’’. 12 ώρες μετά. Λίγα δευτερόλεπτα για να σε δω. Δεν ξέρω αν με είδες, μα σε είδα εγώ. Κι άπλωνες το χέρι σου κάτι να βρεις. Εμένα; Τον μπαμπά; Ό,τι; Δεν ξέρω.

 

Κι ερχόμουν πάλι να σε δω. Και μέτραγα τις μέρες. Ώσπου γύρισες. Κι εγώ πίσω στο ροζ δωμάτιο. Για να μουσκέψω πάλι το μαξιλάρι μου. Από χαρά αυτή την φορά. Με κοίταξες. Δεν πονούσες πια. Σου χαμογέλασα. Άνοιξες την αγκαλιά σου να με κλείσεις μέσα της. Σε έσφιγγα. Σαν να πασχίζαμε κι οι δυο να μου δείξεις τον δρόμο πίσω στον κόσμο των μικρών. Για ώρες έμεινα εκεί. Στην αγκαλιά σου. Ποτέ δεν έφυγα από κει κι ας μη μοιάζει έτσι τόσα χρόνια μετά.

 


Απότομο το καλωσόρισμα στον κόσμο των μεγάλων.

2015/01/13

λέξεις

απόλαυσε την αγκαλιά που σε χωράει
μα πάντα να θέλεις μεγαλύτερη
χωρίς να λησμονάς αυτήν που σε ζέστανε στο παρελθόν
κι ας έκρινες αργότερα πως ήτανε μικρή


από τον Νύχταθλο του Γιώργου Σκούρτη

2015/01/04

μηδένισμα

Πάλι από την αρχή. Σαν το κοντέρ που μηδενίζει. Για να γεμίσει πάλι με εκείνους τους μικρούς αριθμούς που μετράνε τις διαδρομές. Πέρα-δώθε.

Με παρέα ή και χωρίς.

Πάλι. Να αισθάνομαι. Όλα όσα πέρασαν από πάνω μου. Πιο πολύ από μέσα μου. Μερικά που μ’αγκάλιασαν. Κάποια που μου κράτησαν το χέρι. Άλλα που χάραξαν. Άλλα που έκοψαν. Όλα άφησαν αυτό που έπρεπε. Ένα σημάδι για να μου θυμίζει το πέρασμά τους.

 

Πάντα σιχαινόμουν τους απολογισμούς. Ακόμη περισσότερο όταν συνοδεύονται από το πρέπει μιας χρονιάς που τελειώνει. Και από το πρέπει νέων στόχων μιας χρονιάς που ξεκινά. Δεν ήθελα να κλείσω έτσι την χρονιά μου. Δεν ήθελα καν να την κλείσω έχοντας εκείνη την πικρή γεύση της απώλειας.

Ήταν δύσκολη χρονιά. Και είχε απ’όλα. Χαρούμενα και στενόχωρα. Νίκες και ήττες. Δεν ξέρω να σου πω κατά πού γέρνει η ζυγαριά. Δεν θέλω καν να μετρήσω.

Αν μένει κάτι τελικά είναι οι διαδρομές. Οι στιγμές που μοιράζονται. Οι αναμνήσεις που φτιάχνονται. Ενίοτε μοιάζουν μισές όταν τα βλέμματα είναι αλλού στραμμένα.

 

Δεν ξέρω κατά πού γέρνει η ζυγαριά. Δεν θέλω να εξηγώ. Κουράστηκα να δικαιολογώ. Να ερμηνεύω σημάδια. Να εθελοτυφλώ στα ξεκάθαρα. Να μιλάω συνεχώς καθησυχάζοντας ανασφάλειες. Να θυμώνω στις προσδοκίες.

Μου λείπουν οι σιωπές που είχα συνηθίσει. Κι οι άνθρωποι που δεν με ρωτούσαν περισσότερα γι’αυτές. Τα βλέμματα που πια δεν συναντιούνται. Οι στιγμές που μια ήσυχη ανάσα σήμαινε ελευθερία.

 

Δεν ξέρω κατά πού γέρνει η ζυγαριά. Ή αν τελικά γέρνει κάπου. Ή αν έχει νόημα να παλεύεις να μικρύνεις αποστάσεις που διανύονται μόνο από την μία άκρη τους.

Το όνειρο καθενός που μάχεται, είναι μια μικρή νίκη. Εκείνη η απειροελάχιστη στιγμή που αισθάνεται πως τα κατάφερε. Έστω κι αν οι ίδιες μάχες μοιραία επαναλαμβάνονται.

 

Πάλι από την αρχή. Να μηδενίζω το κοντέρ για να το γεμίσω ξανά. Με διαδρομές καινούργιες. Και ίδιες. Με εικόνες καινούργιες. Και ίδιες. Με συναισθήματα που δεν αλλάζουν. Κι ας άλλαξαν τα βλέμματα.

Μηδενίζω το κοντέρ. Πάλι.

Σ’ένα φεύγα έλα να με βρεις.

 

Δεν γίνεται να μη σκεφτώ πόσα έχουν μεσολαβήσει και κρύφτηκαν πίσω από λέξεις μισές.

Δεν γίνεται να μη σκεφτώ πόσες πληγές άνοιξαν γιατί έτσι ήταν πιο βολικό.

Δεν γίνεται να μη σκεφτώ ότι οι σκιές που περπατούσαν μαζί, τώρα διαλέγουν δρόμους χωριστούς.

Δεν γίνεται να μη σκεφτώ ότι ξέρουν τον τρόπο να σε λυγίσουν επειδή κάποτε σου έμαθαν πώς να στέκεσαι ίσια.

Δεν γίνεται να μη σκεφτώ κατά πού γέρνει η ζυγαριά.

 

Στο κλείσιμο του χρόνου, λίγα μόνο μένουν. Όσα έζησες. Όσα ένιωσες. Όσα έγινες. Κι όσα μοιράστηκες.


Δεν μικραίνει η αγάπη από ένα φευγιό.