Φαντάσου ένα σταυροδρόμι. Έπειτα σκέψου σκιές
στις τέσσερις άκρες του. Ίσως δεν έχουν όνομα. Ίσως δεν έχουν χρώμα. Ίσως δεν
έχουν καν φύλο. Ίσως να μη γνωρίστηκαν ποτέ. Ίσως και να μη συναντήθηκαν ποτέ. Αδιάφορο.
Ύστερα να τις παρατηρήσεις. Πώς έχουν καρφώσει
το βλέμμα μπροστά. Χιλιοστό δεν θα γυρίσουν το κεφάλι. Δεν αντιδρούν. Ούτε στις
φωνές. Ούτε στα αγγίγματα. Ούτε καν στον γκρεμό που ίσως λίγο πιο κάτω υπάρχει.
Περπατάνε. Μπροστά. Προχωράνε. Διανύουν
διαδρομές. Άλλοτε μικρές. Άλλοτε μεγάλες. Προχωράνε. Οι σκιές. Μπροστά. Στο
καλύτερο. Στο πιο όμορφο. Κι ούτε που θέλεις να τους το χρεώσεις αυτό. Μα αν
προσέξεις πιο καλά, κάθε διαδρομή μπροστά φαίνεται να πηγαίνει. Ενίοτε το πώς
κοιτάς είναι πιο ισχυρό από το πώς νιώθεις.
Περπατάνε. Μπροστά. Με τα χέρια ανοιχτά.
Προχωράνε. Σε διαδρομές. Οι σκιές. Και μαζί κι οι άνθρωποι που στέκονται πίσω
τους. Με όλα όσα κουβαλάνε. Και τελικά απομακρύνονται. Ίδιον των διαδρομών. Όσο
διανύονται, τόσο μεγαλώνουν οι αποστάσεις. Ώσπου κάποτε μοιάζουν αγεφύρωτες.
Ίσως και να είναι. Ίσως πάλι, δυο βήματα παραπάνω αν περπατήσεις, να τις κάνεις
τόσες δα.
Στο φως όλα τα βλέπεις πιο μεγάλα. Στη νύχτα
τα νιώθεις όλα πιο μεγάλα.
Σαν να χάθηκαν οι εικόνες που θα αντίκριζαν
τα βλέμματα.
Σαν να χαμογελάς και να μην είναι εκεί για να το δουν.
Σαν να έμειναν ορφανές ένα σωρό μουσικές από
την λαχτάρα του πρώτου ακούσματος.
Σαν τα χέρια να μην άνοιξαν για αγκαλιές.
Σαν να κλαις και να μη ξέρουν το γιατί.