Powered By Blogger

2013/11/17

μεταπτώσεις

Τα δάχτυλα ακουμπούν στο πληκτρολόγιο. 
Χιλιάδες λέξεις , χιλιάδες σκέψεις πλημμυρίζουν το μυαλό που αδυνατεί να τις βάλει σε σειρά. 
Λέξεις, σκέψεις που πάνε μπρος και πίσω, μπερδεύονται μεταξύ τους και δεν βγάζουν νόημα. 
Όχι πια. 

Μουδιάζει το μυαλό. 
Κι έπειτα τα δάχτυλα. 
Κι έτσι ακίνητα μένουν για πολλή ώρα. 

Πολλές ανάσες μεσολαβούν. 
Μέχρι δειλά τα δάχτυλα να κουνηθούν και πάλι. 

Κι όσο παίρνω ανάσες, το βλέμμα κινείται στον χώρο. 
Χαμένο βλέμμα. 
Που ακολουθεί περίεργες διαδρομές παρατηρώντας κάθε γωνιά του δωματίου. Ξαφνικά κλείνω τα μάτια. 
Σαν να φοβάμαι να συνεχίσω να κοιτάζω. 
Δεν θέλω να κοιτάζω.

Μένω ακίνητη. 
Ακόμα μουδιασμένη. 
Με τα μάτια κλειστά και το μυαλό να κάνει περίεργες βουτιές. 
Πάντα στο παρελθόν. 
Και μετά απότομα στο τώρα. 
Όχι για να εντοπίσει τις αλλαγές. 
Με αφήνει παγερά αδιάφορη αν άλλαξα εγώ ή ο κόσμος γύρω μου. 

Έμαθα πια να μη με νοιάζει. 
Έτσι λέω. 
Μα όντως;

Κι οι βουτιές του μυαλού, ένας περίεργος χορός. 
Που τα βήματά του με αναγκάζουν να επιστρέφω εκεί που δεν ήθελα να ξαναπάω. 
Δίχως αυτό το περίεργο μούδιασμα να έχει εγκαταλείψει το σώμα. 
Είναι η στιγμή που θα ακουμπήσω το κεφάλι μου πάνω σου. 
Έτσι απλά, έτσι τρυφερά, έτσι αληθινά. 
Χωρίς δεύτερες σκέψεις ή περίεργα νοήματα. 

Να, δες με. 
Θα αφεθώ πάλι. 
Μα αυτή την φορά δεν φοβάμαι. 
Κάποιοι φρόντισαν γι'αυτό. 
Να μη φοβάμαι.

Μα το μυαλό εξακολουθεί να πασχίζει. 
Να ψάχνει να βρει τα βαθύτερα νοήματα. 
Τα δεύτερα και τα τρίτα επίπεδα.

Που τελικά δεν υπάρχουν. 
Όλα είναι πολύ πιο απλά.
Από όσο τα κάνουμε να είναι.
Από όσο νομίζουμε. 
 
Στην δείχνουν.
Στη φωνάζουν.
Σε κάνουν να την αισθανθείς.
Την απλότητα του πράγματος.
Και των συναισθημάτων.

Κι είναι σαν να σε ξύπνησαν από λήθαργο.
Και ξαφνικά νιώθεις και πάλι.

Κι οι λέξεις μπαίνουν σε σειρά μα δεν φτάνουν για να περιγράψουν τα συναισθήματα.
Δεν αρκούν για να κλείσουν μέσα τους τα χαμόγελα.
Ούτε για να εκφράσουν το πόσο τυχερός άνθρωπος είσαι.

Αφού μπορείς και αισθάνεσαι, ναι, είσαι.



Και το μυαλό δεν είναι μουδιασμένο πια.
Ούτε τα δάχτυλα.
Ούτε το σώμα.

Όχι, δεν είναι το τέλος της διαδρομής.
Είναι η αρχή μιας νέας.
Με στιγμές απλές.
Αληθινές.
Γεμάτες.

Ναι, είναι τόσο απλό το αίσθημα της ευτυχίας.

Τόσο απλό. Και τόσο όμορφο ταυτόχρονα.
Σαν το φεγγάρι που κοιτάς από μακριά.







2013/11/03

τα γιατί...

Οι χειρότερες σκέψεις. 
Οι πιο σκοτεινές, οι πιο απαισιόδοξες, οι πιο αρνητικές. 
Αυτές θα σε βρουν. Αργά ή γρήγορα. 

Και πιάνεις τον εαυτό σου να αναρωτιέται γιατί. 
Αμέτρητα, αναπάντητα, αναθεματισμένα γιατί. 
Δεν θα βρεις εξήγηση να τους δώσεις. Όχι μια λογική τουλάχιστον. 
Θα βασανίζεις το μυαλό σου, θα σκοτεινιάζεις την ψυχή σου, μα απάντηση δεν θα βρεις. 
Επειδή στην πραγματικότητα δεν θέλεις, επειδή δεν θα βγάζεις νόημα, επειδή θα σε φοβίζει. Ένα από όλα και όλα μαζί. 
Ποιος ξέρει; Ποιος να απαντήσει σ'αυτό;

Τον μεγαλύτερο τρόμο άλλωστε τον γεννάει το μυαλό. 
Και αναπόφευκτα η πραγματικότητα θα έρθει να δώσει υπόσταση στο χειρότερο σενάριο που έφτιαξες μέσα στο κεφάλι σου. 
Ενστικτώδης διαδικασία. 
Ακόμη κι όταν δεν αντέχεις.
Ιδίως τότε.

Ό,τι φοβάσαι, εσύ το γέννησες. 

Κι ας σου τρώει τα καλύτερα κομμάτια της ψυχής σου. Το αφήνεις. Έτσι έμαθες. Να τεστάρεις τα όρια και τις αντοχές σου. Κουράστηκες να παλεύεις πια. Αφήνεις τον φόβο να σε κυριεύει. 

Τόσο μπερδεμένα όλα. Σαν ένα κουβάρι που τρέμεις να ξετυλίξεις γιατί απλά δεν ξέρεις τι θα σου αποκαλύψει. Ή αντίθετα ξέρεις πολύ καλά.

Πείθεις τον εαυτό σου ότι όλα είναι εντάξει. Ή ότι έστω θα γίνουν. Έτσι νομίζεις. Αρκεί να βγάλεις την μέρα. 

Και την επόμενη.
Και την επόμενη.
Και την επόμενη μετά από αυτή. 

Ώσπου το βλέμμα σταματάει στο κενό. Κι είναι σαν να παγώνουν όλα. Σαν ένα αόρατο χέρι να πάτησε το pause και να σου απαγορεύει τα πάντα. 
Να χαμογελάσεις. 
Να ζήσεις. 
Να γεμίσεις τις στιγμές σου. 
Να πας παρακάτω.

Μα ποιος κρίνει τι μπορείς και τι όχι; 
Ποιος αποφασίζει για το τι σου επιτρέπεται; 
Ποιος βάζει τα όρια τελικά;

Ακόμη αναρωτιέμαι. 
Πώς γίνεται να συνηθίζεις την απώλεια; 
Πώς νοσταλγείς όλα τα χαμένα κομμάτια ζωής; 
Πώς λαχταράς αυτό που δεν έζησες; 
Που δεν ένιωσες; 
Που δεν γεύτηκες ούτε για μια στιγμή; 
Πώς;

Η προσδοκία δεν είναι οι απαντήσεις. Δεν θα βρεθούν. Δεν θα στις δώσουν. Δεν είναι άλλωστε αυτός ο σκοπός.

Η προσδοκία είναι να σηκώσεις το βλέμμα, να καθαρίσεις τα μάτια από τα δάκρυα και να αποφασίσεις να ζήσεις. Με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Όλα στο παιχνίδι είναι.
Να φύγεις.
Να πας.
Κοντά ή μακριά, δεν έχει σημασία.

Εγώ σήμερα ξέρω πού θα είμαι.

Φεύγω.

Πάω να βρω μια λιακάδα.