Powered By Blogger

2014/02/02

χρονιάς τέλος, χρονιάς αρχή

Αυτό το κείμενο άργησε να φτάσει στην τελική του μορφή.
Άργησε πολύ.
Άλλαξε, σβήστηκε και ξαναγράφτηκε από την αρχή.
Πολλές φορές.
Σαν κομμάτια από την ζωή μου.
Σαν κομμάτια από τον εαυτό μου την χρονιά που πέρασε.

Η αρχή λίγο πριν το κλείσιμο του χρόνου.
Ένα μήνα μετά, εξακολουθώ.
Να αλλάζω, να σβήνω και να ξαναγράφω.
Ξανά και ξανά.
Να συμπληρώνω μικρά κομμάτια ζωής.
Μικρά κομμάτια εαυτού.
Μικρά κομμάτια συναισθημάτων.
Που τόσο δύσκολα μπορούν να μπουν σε σειρά.
Που δεν είναι δυνατό κάποια να πάρουν προτεραιότητα έναντι άλλων.

Κι είναι σαν να τσακώνονται μεταξύ τους ποιο θα περάσει πρώτο.
Κι είναι σαν να προσπαθώ να τα χωρίσω.
Μα δεν χωρίζονται.
Απλά δεν γίνεται.

Έτσι λοιπόν….

Ανασκοπήσεις. Επαναλαμβανόμενη διαδικασία.
Κάθε τελευταίες μέρες ενός χρόνου που εκπνέει.
Και κάθε πρώτες μέρες ενός χρόνου που έρχεται.
Με ό,τι κι αν αφήνει.
Με ό,τι κι αν φέρνει.
Εύκολα. Όμορφα.
Δύσκολα. Άσχημα.
Ό,τι κι αν φεύγει, ό,τι κι αν έρχεται είναι δικό μου.
Κομμάτι μου.
Κι αν δεν είναι, θα γίνει.

Τελευταίες μέρες του χρόνου λοιπόν.
Καινούργιες μέρες του χρόνου λοιπόν.

Είναι οι μέρες που ξεκαθαρίζω.
Το μέσα και το έξω μου.
Όχι για να δω τι κέρδισα.
Ούτε τι έχασα.
Ακόμη κι αν. 
Όσα κι αν.
Ξεκαθάρισμα.
Για να δω σε αποσπάσματα την χρονιά.
Πού βρήκα και πού έχασα την Αγγελική μέσα σε έναν χρόνο που πέρασε, κύλησε. 
Έτσι γρήγορα.

Ανασκοπήσεις.
Ποτέ απολογισμοί.

Για το κλείσιμο μερικών ακόμα κεφαλαίων.
Και για την θύμηση μερικών ακόμα.

Χρονιά δύσκολη.
Όσα ήξερα άλλαξαν.
Ξαφνικά.
Κι όσα είχα συνηθίσει ανατράπηκαν.
Ριζικά.
Κι ο φόβος του αύριο έγινε πιο έντονος.
Για το απρόσμενο που θα έρθει.
Για τις απώλειες που θα γίνουν κομμάτι εαυτού.
Μοιραία.
Πολύ νωρίτερα από το αναμενόμενο.
Αναπόφευκτα.

Κι αν φοβάμαι κάτι είναι όλα όσα δρομολογήθηκαν να συμβούν.
Για μένα.
Με μένα.
Που πάνω τους κανέναν έλεγχο δεν έχω.
Που το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τα κοιτάζω να με πλησιάζουν.
Και νιώθω ανήμπορη.
Αδύναμη.
Μικρή.
Τόσο δα μικρή.

Κλωτσάω.
Και φωνάζω.
Και χτυπάω.
Και ουρλιάζω.
Μα να τα νικήσω δεν μπορώ.
Κι απλά στέκομαι εκεί.

Κι ήταν μια δύσκολη χρονιά.
Όπου όλοι περίμεναν από μένα να φανώ δυνατή.
Δίχως καθόλου να είμαι.
Ακόμα το περιμένουν.
Και είμαι.
Ή έτσι τους φαίνομαι.
Βολεύει αυτό. Τους άλλους πολύ περισσότερο από μένα.
Δεν έχει σημασία. Συνήθισα να παίζω αυτόν τον ρόλο.
Χρόνια τώρα.

Και ναι, είμαι.
Δυνατή.
Ή έστω προσπαθώ να είμαι.
Για τους άλλους.
Κάποιος σε αυτή την ιστορία, πρέπει να είναι.
Κάπως έτσι υποτίθεται πως πρέπει να είσαι.
Δεν ήθελα να πρέπει να είμαι εγώ.
Δεν ήθελα να αναγκάζομαι να είμαι εγώ.
Μα είμαι εγώ.

Το βλέμμα έκλεισε μέσα του όσα με πονάνε.
Και πίσω από ένα πικρό χαμόγελο κρύφτηκαν καλά τα αδιέξοδα.
Και τα δάκρυα.
Και οι κραυγές.
Και οι ανοιχτές πληγές.
Και στάθηκα με δυσκολία στα πόδια μου.
Ξανά.
Αυτό περίμεναν από μένα.
Ξανά.
Και αυτό έκανα.
Ξανά.

Αυτή την χρονιά ένιωσα να μεγαλώνω.
Πόσο μεγάλωσα.
Σε κάθε επίπεδο. 
Το ένιωσα ως τα κόκαλά μου.
Κι ήταν όλα μαζί που βοήθησαν. 
Στο να μεγαλώσω.
Και να χάσω. 
Και να πονέσω. 
Και να κλάψω.
Και να πεισμώσω.
Για να σταθώ ξανά όρθια.

Μεγάλωσα. 
Πιο πολύ από κάθε άλλη χρονιά.
Και έμαθα.
Πιο πολλά από κάθε άλλη χρονιά.
Γιατί μου στέρησαν τα περισσότερα.
Γιατί  μου άρπαξαν τα περισσότερα.
Γιατί με πόνεσαν το περισσότερο.
Γιατί με ξάφνιασαν το περισσότερο.

Χρονιά δύσκολη λοιπόν.
Χρονιά δύσκολων αποφάσεων.
Για το τι θα κρατήσω και τι θα αφήσω πίσω μου.
Και ποιους.
Ήταν πολλά.
Ήταν πολλοί.

Επώδυνο.
Μα και απόλυτα αναγκαίο.
Και στιγμές φαντάζει μέσα μου πως τελικά ήταν τόσο μα τόσο εύκολο.
Οτιδήποτε παρά αυτό ήταν.

Επίπονο.
Να μαθαίνεις.
Και να συνηθίζεις.
Να μη σου λείπει κανένας.
Και να μη χρειάζεσαι κανέναν.

Αδειάζει το κουτάκι.
Γεμίζει το κουτάκι.

Επώδυνο.
Μα και απόλυτα αναγκαίο.
Για να πάρω την Αγγελική από το χέρι και να την πάω ένα βήμα παρακάτω.
Επαναληπτικές συναντήσεις με έναν χαμένο εαυτό. .
Πρώτες γνωριμίες με έναν εαυτό που δεν ήξερα.

Άλλη μια χρονιά όπως και οι άλλες.
Γεμάτη από όσα είναι παλιοί γνώριμοι.
Σκέψεις, αποφάσεις και συναισθήματα.
Σε τρίτο πρόσωπο.
Ενικό.
Αυτή την φορά ενικό.
Που ξαναγίνεται πληθυντικό.
Αλλιώς αυτή την φορά.

Μεγάλωσα. 
Αλλά και έμαθα.
Ν' αγαπάω.
Περισσότερο από πριν.
Πιο δυνατά από πριν.
Πιο ουσιαστικά από πριν.
Τους ανθρώπους.
Γι’αυτό ακριβώς που είναι.
Τους ανθρώπους.
Μου.
Αυτούς που με έμαθαν να αγαπάω έτσι.
Και έμαθα ξανά.
Θυμήθηκα ξανά.
Πώς είναι να νοιάζομαι.
Και πώς είναι να σε νοιάζονται.
Χωρίς δεύτερα επίπεδα.
Χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Χωρίς να χρειάζονται εξηγήσεις.
Πραγματικά.
Αληθινά.
Ουσιαστικά.
Χωρίς να χρειάζονται λέξεις.
Φανερά, σιωπηλά συναισθήματα χωμένα μέσα σε βλέμματα.

''Δώσε μου το χέρι σου κι άσε με να σε βγάλω στο φως''.
Μια φράση ψιθυριστή.
Ειπωμένη από χαμόγελα.
Ειπωμένη από πρόσωπα αγαπημένα.
Που οι λέξεις δεν είναι καθόλου απαραίτητες για να κουβεντιάσουμε.
‘’Δώσε μου το χέρι σου κι άσε με να σε βγάλω στο φως’’. 
Μια φράση ψιθυριστή.
Την άκουσα.
Ή έστω έτσι νόμισα πως άκουσα.

Μα πώς να περπατήσεις στο φως όταν έχεις συνηθίσει στο σκοτάδι;
Πάει τόσος καιρός πια.
Και τα μάτια πονάνε σαν αντικρίζουν την φωτεινή πλευρά.
Ξεχνιέται εύκολα αυτή η αίσθηση όταν στο μαύρο συνηθίζεις να υπάρχεις.
Ποιος θα σου δείξει πού να πατήσεις για να μη πέσεις;
Πάει καιρός πια.
Που τα πόδια έμειναν καθηλωμένα στο ίδιο ακριβώς σημείο.
Την ίδια στιγμή που όλα τριγύρω έτρεχαν.
Σε ξέφρενους ρυθμούς.
Πόσο έτρεχαν.

Και θα σου πουν άνοιξε τα μάτια σου.
Και θα διώξουν τον φόβο.
Και θα σου πουν να μη φοβάσαι.
Και θα είναι δίπλα.
Για να μη πονέσεις.
Για να μη πέσεις.  
Για να είναι εκεί.

Ψίθυροι.
Πολλοί.
Δεν ξέρω αν όντως τους άκουσα ή απλά τους φαντάστηκα.
Ψίθυροι μπλεγμένοι με ζωή.

Και κάπως έτσι απλά, κάπως έτσι ξαφνικά αισθάνομαι και πάλι ασφαλής.
Να ανοίξω τα μάτια στο φως.
Να πατήσω σε βήματα καινούργια μα και τόσο δικά μου.
Να τρέξω ως εκεί όπου η ματιά δεν θα έχει όρια.

Γεμίζει το κουτάκι.

Και σαν μικρό παιδί το άπλωσα το χέρι μου.
Και μια φωνή μέσα μου φωνάζει: Και να πέσω δεν έχει παρακάτω.
Και δεν έχει σημασία που αν δεν σήκωνα το κεφάλι, ουρανό δεν θα έβλεπα.
Ακόμη εκεί θα ήμουν.
Στο ίδιο το σημείο.
Με τα πόδια καθηλωμένα. Ανήμπορα να προχωρήσουν.
Ακόμη εκεί θα ήμουν.
Αν το χέρι δεν απλωνόταν και δεν με έσπρωχνε να κάνω ένα βήμα.
Ακόμη εκεί θα ήμουν.
Να ψηλαφίζω στο σκοτάδι, με τα μάτια κλειστά.
Ακούνητη.
Παθητική.
Στο ίδιο το σημείο.

Μα τελικά ένα βήμα είναι.
Τόσο μόνο χρειάζεται.
Για να περάσεις εκείνη την λεπτή γραμμή.
Εκείνη που σε χωρίζει από όσα είναι εκεί έξω.
Εκεί που είναι ο αέρας.
Κι η θάλασσα.
Κι ο ήλιος.
Κι οι ανάσες.
Και κυρίως τα χαμόγελα.
Όλα όσα είχες ξεχάσει να μοιράζεις.
Τα αυθόρμητα.
Τα αυθεντικά.
Αυτά που βγαίνουν από την ψυχή.
Όλα όσα είχες ξεχάσεις να αντικρίζεις.
Τα αυθόρμητα.
Τα αυθεντικά.

Ένα βήμα είναι.
Τόσο μόνο χρειάζεται.
Για να αγγίξεις το φως.
Για να νιώσεις την ηρεμία.
Για να χαμογελάσεις.
Και να σου χαμογελάσουν.
Κι είναι τόσο απλό.

Εύκολο όχι.
Μα απλό.
Να ανοίξεις την ψυχή σου.
Να νιώσεις ξανά.
Ασφαλής.
Να ρίξεις τον τοίχο που μόνη έχτισες.
Πέτρα προς πέτρα.
Και να μοιραστείς ξανά.
Στιγμές.
Χαμόγελα.
Τα εύκολα.
Τα δύσκολα.
Τον πόνο.
Τις εικόνες. 
ΖΩΗ.

Από την άλλη πλευρά μιας σκιάς.
Από την άλλη πλευρά του πόνου.
Μέσα από το μαύρο.
Παρόλα τα δύσκολα.
Μέσα από τα αδιέξοδα.
Ξαναμαθαίνεις.
Σου ξαναμαθαίνουν.
Να μοιράζεσαι ξανά.
Να νοιάζεσαι ξανά.
Να αγαπάς ξανά.
Να χαμογελάς ξανά.

Πάντα μου φάνταζε σαν ρίσκο.
Σαν να ρίχνεις τα ζάρια.
Δίχως να ξέρεις αν η ζαριά θα αποδειχθεί καλή.
Μα ποτέ δεν ξέρεις έτσι κι αλλιώς.

Κι όμως φέτος ρίσκαρα.
Και μπορώ να περηφανευτώ γι'αυτό.
Πόνταρα σε ανθρώπους.
Πόνταρα και σε μένα.
Και έχασα.
Και κέρδισα.
Πιο πολλά από τα δεύτερα.
Που δεν μετρώνται.
Μόνο νιώθονται.
Και ναι, το ξέρω πως δεν υπάρχει τέτοια λέξη.
Δεν έχω άλλη όμως για να τα περιγράψω.
Αν περιγράφονται.
Που δεν περιγράφονται.

Κι όσο συνεχίζω να ποντάρω, τόσο πιο πολλά αισθάνομαι.
Και ακόμα περισσότερα επαναπροσδιορίζω.
Για όσα τελικά αξίζουν στη ζωή.
Για ποιους και σε ποια πρέπει να δίνεις σημασία.
Για όσα πρέπει να μείνουν πίσω.
Για όσα θέλω να κρατήσω εδώ.
Για τα απλά.
Και για μένα.

Κι όλες οι μέρες είναι μπροστά.
Κι όλες οι νύχτες είναι μπροστά.
Κι όλες οι στιγμές είναι μπροστά.
Μαζί με όλες τις ανάσες.
Μαζί με όλα τα χαμόγελα.
Μαζί με όλα τα βλέμματα.
Και τις εικόνες.
Και τα συναισθήματα.
Κι όλα μαζί θα είναι εκεί.
Για να μοιράζονται.

Και να μου θυμίζουν σε κάθε μου ανάσα πως ζωή δεν είναι αυτό που σκέφτεσαι.
Ούτε αυτό που φαντάζεσαι.
Ζωή είναι αυτό που γεμίζει το είναι σου.
Ζωή είναι όσα σε κάνουν να ανασαίνεις.

Μα πάνω από όλα…
Ζωή είναι αυτό που μοιράζεσαι.